χρονικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χρονικός < ελληνιστική κοινή χρονικός < χρόνος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾɔ.ni.ˈkɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /xɾɔ.ni.ˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /xɾɔ.ni.ˈkɔ/ ουδέτερο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
χρονικός, -ή, -ό
- που αφορά στο χρόνο
- χρονικό διάστημα
- (γραμματική) που εκφράζει χρόνο
- χρονική αύξηση
- χρονική πρόταση
- χρονικό επίρρημα
- χρονικός σύνδεσμος
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χρόνος
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
χρονικός < χρόνος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
χρονικός
- ο σχετικός με το χρόνο
- σε αντιδιαστολή προς το τοπικός