πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρόνιος η χρόνια
& χρονία
το χρόνιο
      γενική του χρόνιου
& χρονίου
της χρόνιας
& χρονίας
του χρόνιου
& χρονίου
    αιτιατική τον χρόνιο τη χρόνια
& χρονία
το χρόνιο
     κλητική χρόνιε χρόνια
& χρόνια
χρόνιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρόνιοι οι χρόνιες τα χρόνια
      γενική των χρόνιων
& χρονίων
των χρόνιων
& χρονίων
των χρόνιων
& χρονίων
    αιτιατική τους χρόνιους
& χρονίους
τις χρόνιες τα χρόνια
     κλητική χρόνιοι χρόνιες χρόνια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

χρόνιος, -α, -ο

  1. που διαρκεί για χρόνια
      χρόνιος εθισμός
      θεραπευτήριο χρονίων παθήσεων
  2. που επαναλαμβάνει κάτι επί χρόνια
      χρόνιος καπνιστής

Σημειώσεις

επεξεργασία

Σε λόγιες χρήσεις ο τόνος κατεβαίνει στη γενική.

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη χρόνος

Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χρόνιος χρονί
& χρόνιος
τὸ χρόνιον
      γενική τοῦ χρονίου τῆς χρονίᾱς
& χρονίου
τοῦ χρονίου
      δοτική τῷ χρονί τῇ χρονί
& χρονί
τῷ χρονί
    αιτιατική τὸν χρόνιον τὴν χρονίᾱν
& χρόνιον
τὸ χρόνιον
     κλητική ! χρόνιε χρονί
& χρόνιε
χρόνιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χρόνιοι αἱ χρόνιαι
& χρόνιοι
τὰ χρόνι
      γενική τῶν χρονίων τῶν χρονίων
& χρονίων
τῶν χρονίων
      δοτική τοῖς χρονίοις ταῖς χρονίαις
& χρονίοις
τοῖς χρονίοις
    αιτιατική τοὺς χρονίους τὰς χρονίᾱς
& χρονίους
τὰ χρόνι
     κλητική ! χρόνιοι χρόνιαι
& χρόνιοι
χρόνι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χρονίω τὼ χρονί
& χρονίω
τὼ χρονίω
      γεν-δοτ τοῖν χρονίοιν τοῖν χρονίαιν
& χρονίοιν
τοῖν χρονίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

χρόνιος < χρόν(ος) + -ιος

χρόνιος, -α, -ον και -ος, -ος, -ον

  1. διαρκής, που διαρκεί πολύ χρόνο
  2. που παρατείνεται, χρονίζει, καθυστερεί

Παράγωγα

επεξεργασία