καθυστερώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθυστερώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καθυστερέω / καθυστερῶ[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.θi.steˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θυ‐στε‐ρώ
Ρήμα επεξεργασία
καθυστερώ
- κάνω κάτι αργότερα από ό,τι έχει καθοριστεί
- καθυστέρησα να πληρώσω τον λογαριασμό
- αργοπορώ, δε φθάνω εγκαίρως
- λόγω της βροχής καθυστερήσαμε να φτάσουμε
- κάνω κάποιον να αργοπορήσει, να χάσει χρόνο
- με καθυστέρησε ένας πελάτης
- δε συμβαδίζω
- καθυστερεί να καταλάβει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθυστερώ
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καθυστερώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας