Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθυστέρηση οι καθυστερήσεις
      γενική της καθυστέρησης* των καθυστερήσεων
    αιτιατική την καθυστέρηση τις καθυστερήσεις
     κλητική καθυστέρηση καθυστερήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθυστερήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθυστέρηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καθυστέρηση θηλυκό

  1. το να έχει καθυστερήσει κάποιος ή κάτι, να έχει αργήσει να έρθει ή να γίνει
  2. το να μην έχει έρθει σε μια γυναίκα η περίοδός της στην αναμενόμενη ημερομηνία, κάτι που ίσως σημαίνει ότι έχει μείνει έγκυος
  3. η νοητική υστέρηση, το να μην έχει αναπτυχθεί νοητικά ένα άτομο όπως θα αναμενόταν συγκριτικά με άλλα άτομα της ίδιας ηλικίας
  4. η αργοπορία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία