retard
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
retard (en)
- η καθυστέρηση
- (αργκό, μειωτικό) καθυστερημένος, το άτομο με νοητική καθυστέρηση
- (αργκό, μειωτικό) ο βλάκας
Ρήμα επεξεργασία
retard (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
retard | retards |
retard (fr) αρσενικό