Δείτε επίσης: ἀναβάλλω, αναβάλω, ἀναβεβλημένος

Ετυμολογία

επεξεργασία

αναβάλλω, πρτ.: ανέβαλλα, αόρ.: ανέβαλα, παθ.φωνή: αναβάλλομαι, π.αόρ.: αναβλήθηκα

  • μεταθέτω την εκτέλεση πράξεως σε μελλοντικό καθορισμένο ή ακαθόριστο χρόνο
      ο αγώνας αναβλήθηκε λόγω κακοκαιρίας
      αναβάλλει συνεχώς την επίσκεψή του
      θα αναβάλω το ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία