ἀναβάλλω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἀναβάλλω | ἀναβάλλομαι |
Παρατατικός | ἀνέβαλλον | ἀνεβαλλόμην |
Μέλλοντας | ἀναβαλῶ | ἀναβαλοῦμαι & ἀναβληθήσομαι |
Αόριστος | ἀνέβαλον | ἀνεβαλόμην, ἀνεβλήθην |
Παρακείμενος | ἀναβέβληκα | ἀναβέβλημαι |
Υπερσυντέλικος | ἀνεβεβλήκειν | |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀναβάλλω
- ρίχνω επάνω ή προς τα επάνω, τινάζω επάνω
- ανεβάζω επάνω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 4.4
- ὁ δὲ τόπος οὗτος Ἀρμενία ἐκαλεῖτο ἡ πρὸς ἑσπέραν. ὕπαρχος δ᾽ ἦν αὐτῆς Τιρίβαζος, ὁ καὶ βασιλεῖ φίλος γενόμενος, καὶ ὁπότε παρείη, οὐδεὶς ἄλλος βασιλέα ἐπὶ τὸν ἵππον ἀνέβαλλεν.
- Η χώρα αυτή ονομαζόταν δυτική Αρμενία. Υποδιοικητής της ήταν ο Τιρίβαζος, που ήταν φίλος με το βασιλιά και όσες φορές βρισκόταν κοντά του, κανένας άλλος δεν τον βοηθούσε ν᾽ ανέβει στο άλογο, παρά μονάχα αυτός.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ὁ δὲ τόπος οὗτος Ἀρμενία ἐκαλεῖτο ἡ πρὸς ἑσπέραν. ὕπαρχος δ᾽ ἦν αὐτῆς Τιρίβαζος, ὁ καὶ βασιλεῖ φίλος γενόμενος, καὶ ὁπότε παρείη, οὐδεὶς ἄλλος βασιλέα ἐπὶ τὸν ἵππον ἀνέβαλλεν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 4.4
- αναβάλλω, ακυρώνω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 584
- μηκέτι νῦν ἀνάβαλλε δόμοις ἔνι τοῦτον ἄεθλον·
- μην αναβάλλεις άλλο σ᾽ αυτό το σπίτι τον άθλο που αποφάσισες·
- Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- μηκέτι νῦν ἀνάβαλλε δόμοις ἔνι τοῦτον ἄεθλον·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 584
- παρεμποδίζω με προφάσεις
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου α′, 14
- μηδ᾽ ἂν ἐξ ἀρχῆς δοκῶ τινι καινὴν παρασκευὴν λέγειν, ἀναβάλλειν με τὰ πράγμαθ᾽ ἡγείσθω.
- και αν ακόμη από την πρώτη στιγμή δώσω σε κάποιον την εντύπωση ότι προτείνω ένα νεωτεριστικό είδος προετοιμασίας, ας μην φανταστεί ότι προσπαθώ να καθυστερήσω τις ενέργειές σας.
- Μετάφραση (2002): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- μηδ᾽ ἂν ἐξ ἀρχῆς δοκῶ τινι καινὴν παρασκευὴν λέγειν, ἀναβάλλειν με τὰ πράγμαθ᾽ ἡγείσθω.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου α′, 14
- (για άλογα) ρίχνω κάτω, γκρεμίζω τον αναβάτη
- (για το βλέμμα ή τα μάτια) σηκώνω προς τα επάνω τα μάτια μου
- ντύνομαι, φορώ, ρίχνω επάνω μου
- διατρέχω κίνδυνο
- (στη μέση φωνή) ανακρούω, ξεκινώ να παίζω ή να τραγουδώ
- (στη μέση φωνή) θεωρώ ή καθιστώ κάποιον υπεύθυνο για κάτι, ρίχνω τις ευθύνες επάνω του
- (στη μέση φωνή) ρίχνω πάνω μου το μανδύα, τον φορώ στους ώμους, ντύνομαι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1132 (1131-1132)
- ΦΙ. τί οὖν κελεύεις δρᾶν με; ΒΔ. τὸν τρίβων᾽ ἄφες, | τηνδὶ δὲ χλαῖναν ἀναβαλοῦ τριβωνικῶς.
- ΦΙΛ. Λοιπόν, τί θέλεις; ΒΔΕ. Πέτα αυτή την κάπα | και με τη χλαίνα τούτη καπακώσου.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ΦΙ. τί οὖν κελεύεις δρᾶν με; ΒΔ. τὸν τρίβων᾽ ἄφες, | τηνδὶ δὲ χλαῖναν ἀναβαλοῦ τριβωνικῶς.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1135
- ΒΔ. ἔχ᾽, ἀναβαλοῦ τηνδὶ λαβὼν καὶ μὴ λάλει.
- ΒΔΕ. Μπρος, φόρεσε τη [χλαίνα] κι άσ᾽ τα λόγια.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ΒΔ. ἔχ᾽, ἀναβαλοῦ τηνδὶ λαβὼν καὶ μὴ λάλει.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1132 (1131-1132)
- (στη μέση φωνή) οργίζομαι, εξοργίζομαι
- (στη μέση φωνή) καθυστερώ, κωλυσιεργώ
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 410
- μηδ᾽ ἀναβάλλεσθαι ἔς τ᾽ αὔριον ἔς τε ἔνηφι·
- Μην αναβάλλεις κάτι γι᾽ αύριο και μεθαύριο:
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- μηδ᾽ ἀναβάλλεσθαι ἔς τ᾽ αὔριον ἔς τε ἔνηφι·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 1. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 81 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (1.80-1.81)
- ἐπεὶ τρεῖς τε καὶ δέκ᾽ ἄνδρας ὀλέσαις | μναστῆρας ἀναβάλλεται γάμον
- γιατί ως τώρα δεκατρείς ξολόθρεψε | μνηστήρες κι όλο το γάμο αναβάλλει
- Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ἐπεὶ τρεῖς τε καὶ δέκ᾽ ἄνδρας ὀλέσαις | μναστῆρας ἀναβάλλεται γάμον
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 410
- (στην παθητική φωνή) αναβάλλομαι
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βάλλω
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἀναβεβλημένη λέξις: ο μη σύντομος λόγος, η μακρυλογία
- ἀναβεβλημένος: με το χιτώνα ριγμένο πάνω ή πίσω
- → δείτε παράθεμα στο ἀναβεβλημένος
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀναβάλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀναβάλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.