↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λέξῐς αἱ λέξεις
      γενική τῆς λέξεως τῶν λέξεων
      δοτική τῇ λέξει ταῖς λέξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λέξῐν τὰς λέξεις
     κλητική ! λέξῐ λέξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λέξει
γεν-δοτ τοῖν  λεξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λέξις < λεκ-σις < λεγ-σις < λέγ(ω) + -σῐς[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lék.sis/ (5ος π.Χ. αιώνας Αττική)
ΔΦΑ : /ˈlek.sis/ (1ος μ.Χ. αιώνας Αιγυπτιακή)
ΔΦΑ : /ˈlek.sis/ (4ος μ.Χ. αιώνας Κοινή)
ΔΦΑ : /ˈlek.sis/ (10ος μ.Χ. αιώνας Βυζαντινή)
ΔΦΑ : /ˈlek.sis/ (15ος μ.Χ. αιώνας Κωνσταντινουπολίτικη)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λέξις, -εως θηλυκό

  1. λόγος, ομιλία
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 3, 396c
    Ὁ μέν μοι δοκεῖ, ἦν δ’ ἐγώ, μέτριος ἀνήρ, ἐπειδὰν ἀφίκηται ἐν τῇ διηγήσει ἐπὶ λέξιν τινὰ ἢ πρᾶξιν ἀνδρὸς ἀγαθοῦ, ἐθελήσειν ὡς αὐτὸς ὢν ἐκεῖνος ἀπαγγέλλειν καὶ οὐκ αἰσχυνεῖσθαι ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ μιμήσει
     αντώνυμα: ᾠδή
  2. τρόπος ομιλίας, γλώσσα (λ.χ. στα δικαστήρια)
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Ἀπολογία Σωκράτους, p.17d
    νῦν ἐγὼ πρῶτον ἐπὶ δικαστήριον ἀναβέβηκα, ἔτη γεγονὼς ἑβδομήκοντα· ἀτεχνῶς οὖν ξένως ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως.
    Πρώτη φορά τώρα, που είμαι εβδομήντα χρόνων, παρουσιάζομαι μπροστά σε δικαστήριο· αληθινά λοιπόν δε γνωρίζω καθόλου τη γλώσσα που μιλούν εδώ μέσα.
    Μετάφραση (1923): Παύλος Νιρβάνας. Αθήνα: Ελευθερουδάκης @greek‑language.gr
  3. σπάνιος όρος ο οποίος χρειάζεται επεξήγηση
  4. το κείμενο ενός συγγραφέα κατ᾿ αντιδιαστολή προς την εξήγηση του κειμένου
  5. (στον πληθυντικό) «αἱ λέξεις»: το γλωσσάριο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. λέξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012