ομιλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομιλία | οι | ομιλίες |
γενική | της | ομιλίας | των | ομιλιών |
αιτιατική | την | ομιλία | τις | ομιλίες |
κλητική | ομιλία | ομιλίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ομιλία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁμιλία (διάλεξη, αρχαία σημασία: συναναστροφή) < ὅμιλος < ὁμοῦ + -ιλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.miˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μι‐λί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομιλία θηλυκό
- ο προφορικός λόγος, η πραγμάτωση της γλωσσικής ικανότητας με την εκφορά των φθόγγων που συγκροτούν λέξεις και προτάσεις, ηχόλογος, λόγος εκφερόμενος προφορικά ως ηχητικό ερέθισμα για τον ακροατή και θεατή
- ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο εκφράζεται προφορικά ένα άτομο
- κείμενο που εκφωνείται προφορικά σε δημόσιες συγκεντρώσεις (πολιτικές, θρησκευτικές, επιστημονικές, εθνικές εορτές κλπ)
Συγγενικά
επεξεργασία- καθομιλουμένη
- μιλάω / μιλώ & συγγενικά, όπως μιλιά, μίλημα
- ομιλητής, ομιλήτρια
- ομιλητικά (επίρρημα)
- ομιλητικός
- ομιλητικότητα
- ομιλουμένη
- ομιλώ & σύνθετα
- ομιλών, ομιλούσα, ομιλούν
- συνομιλητής, συνομιλήτρια
- συνομιλία
- συνομιλώ
→ και δείτε τη λέξη όμιλος