Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
conférence conférences

conférence (fr) θηλυκό

  1. η συνάντηση δύο ή περισσότερων ανθρώπων με σκοπό να συζητήσουν ένα σοβαρό θέμα
  2. η (διπλωματική) σύνοδος
  3. η ομιλία, η διάλεξη, το μάθημα
  4. η πρες κόνφερανς
  5. η συνδιάσκεψη

Συγγενικά

επεξεργασία