Δείτε επίσης: συνοδός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύνοδος οι σύνοδοι
      γενική της συνόδου των συνόδων
    αιτιατική τη σύνοδο τις συνόδους
     κλητική σύνοδε σύνοδοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύνοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνοδος (σύν- + ὁδός)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsi.no.ðos/
τονικό παρώνυμο: συνοδός
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐νο‐δος
παλιότερος συλλαβισμός: σύν‐ο‐δος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύνοδος θηλυκό

  1. περίοδος λειτουργίας ενός συλλογικού θεσμού
    ⮡  Η αναθεώρηση πρέπει να έχει ολοκληρωθεί στην πρώτη σύνοδο της Βουλής
    ⮡  θα έχουμε φέτος την ΙΒ΄ Σύνοδο της Βουλής των Εφήβων
  2. τακτική ή έκτακτη συνάντηση των ηγετών ή των αντιπροσώπων χωρών που μετέχουν σε ένα διεθνή οργανισμό
    ⮡  η σύνοδος των υπουργών εξωτερικών της Ε.Ε
  3. (χριστιανισμός) συνέλευση επισκόπων, μητροπολιτών ή καρδιναλίων που αποφασίζουν για διοικητικά ή δογματικά ζητήματα
    → δείτε τη λέξη Οικουμενική Σύνοδος
    ⮡  Ιερά Σύνοδος, Διαρκής Ιερά Σύνοδος
  4. (αστρονομία) το ουράνιο φαινόμενο κατά το οποίο δύο ουράνια σώματα εμφανίζονται στο ίδιο ουράνιο μήκος σε σχέση με τον γήινο παρατηρητή.
    υπώνυμα: συζυγία
  5. (πληροφορική) βλ. συνώνυμο συνεδρία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύνοδος < σύν- + ὁδός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύνοδος αἱ σύνοδοι
      γενική τῆς συνόδου τῶν συνόδων
      δοτική τῇ συνόδ ταῖς συνόδοις
    αιτιατική τὴν σύνοδον τὰς συνόδους
     κλητική ! σύνοδε σύνοδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνόδω
γεν-δοτ τοῖν  συνόδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

σύνοδος θηλυκό

  1. η σύνοδος, συνέλευση, συγκέντρωση
  2. εταιρεία, σύλλογος
  3. σύγκρουση στρατών
  4. συνουσία
  5. (αστρονομία) σύνοδος πλανητών

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / σύνοδος οἱ/αἱ σύνοδοι
      γενική τοῦ/τῆς συνόδου τῶν συνόδων
      δοτική τῷ/τῇ συνόδ τοῖς/ταῖς συνόδοις
    αιτιατική τὸν/τὴν σύνοδον τοὺς/τὰς συνόδους
     κλητική ! σύνοδε σύνοδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνόδω
γεν-δοτ τοῖν  συνόδοιν
Αρσενικό ή θηλυκό στη σημασία «συνοδοιπόρος».
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

σύνοδος αρσενικό ή θηλυκό