σύνοδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύνοδος | οι | σύνοδοι |
γενική | της | συνόδου | των | συνόδων |
αιτιατική | τη | σύνοδο | τις | συνόδους |
κλητική | σύνοδε | σύνοδοι | ||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύνοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνοδος (σύν- + ὁδός)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsi.no.ðos/
- τονικό παρώνυμο: συνοδός
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐νο‐δος
- παλιότερος συλλαβισμός : σύν‐ο‐δος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύνοδος θηλυκό
- περίοδος λειτουργίας ενός συλλογικού θεσμού
- ⮡ Η αναθεώρηση πρέπει να έχει ολοκληρωθεί στην πρώτη σύνοδο της Βουλής
- ⮡ θα έχουμε φέτος την ΙΒ΄ Σύνοδο της Βουλής των Εφήβων
- τακτική ή έκτακτη συνάντηση των ηγετών ή των αντιπροσώπων χωρών που μετέχουν σε ένα διεθνή οργανισμό
- ⮡ η σύνοδος των υπουργών εξωτερικών της Ε.Ε
- (χριστιανισμός) συνέλευση επισκόπων, μητροπολιτών ή καρδιναλίων που αποφασίζουν για διοικητικά ή δογματικά ζητήματα
- → δείτε τη λέξη Οικουμενική Σύνοδος
- ⮡ Ιερά Σύνοδος, Διαρκής Ιερά Σύνοδος
- (αστρονομία) το ουράνιο φαινόμενο κατά το οποίο δύο ουράνια σώματα εμφανίζονται στο ίδιο ουράνιο μήκος σε σχέση με τον γήινο παρατηρητή.
- (πληροφορική) βλ. συνώνυμο συνεδρία
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αεροσυνοδός
- ασυνόδευτος
- συνοδεία
- συνοδευτικός
- συνοδεύω
- συνοδηγός
- συνοδικάρης (εκκλησιαστικό)
- συνοδικός
- συνοδίτης (φωνολογία)
- συνοδοιπορία
- συνοδοιπόρος
- συνοδοιπορώ
- συνοδός
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνάντηση αντιπροσώπων χωρών
σύνοδος ουρανίων σωμάτων
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σύνοδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σύνοδος | αἱ | σύνοδοι |
γενική | τῆς | συνόδου | τῶν | συνόδων |
δοτική | τῇ | συνόδῳ | ταῖς | συνόδοις |
αιτιατική | τὴν | σύνοδον | τὰς | συνόδους |
κλητική ὦ! | σύνοδε | σύνοδοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνόδω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνόδοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
σύνοδος θηλυκό
- η σύνοδος, συνέλευση, συγκέντρωση
- εταιρεία, σύλλογος
- σύγκρουση στρατών
- συνουσία
- (αστρονομία) σύνοδος πλανητών
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | σύνοδος | οἱ/αἱ | σύνοδοι |
γενική | τοῦ/τῆς | συνόδου | τῶν | συνόδων |
δοτική | τῷ/τῇ | συνόδῳ | τοῖς/ταῖς | συνόδοις |
αιτιατική | τὸν/τὴν | σύνοδον | τοὺς/τὰς | συνόδους |
κλητική ὦ! | σύνοδε | σύνοδοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνόδω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνόδοιν | ||
Αρσενικό ή θηλυκό στη σημασία «συνοδοιπόρος». | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
σύνοδος αρσενικό ή θηλυκό
- (ελληνιστική σημασία) συνοδοιπόρος
Πηγές
επεξεργασία- σύνοδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύνοδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.