αεροσυνοδός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αεροσυνοδός < αέρας + συνοδός (απόδοση του αγγλ. air hostess)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααεροσυνοδός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) συνοδός στον αέρα, άτομο που για την εξυπηρέτηση και την ασφάλεια των επιβατών ενός αεροπλάνου
Μεταφράσεις
επεξεργασία αεροσυνοδός