hostess
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hostess | hostesses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
hostess (en) θηλυκό ή (αρσενικό host)
- η αεροσυνοδός
- → δείτε τη λέξη air hostess
- η οικοδέσποινα σε δείπνο, πάρτι, στο σπίτι της σε επίσκεψη
- η υπεύθυνη υποδοχής πελατών
- η υπάλληλος υποδοχής
- η παρουσιάστρια
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
hostess (it)