Δείτε επίσης: ἀέρας
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αέρας οι αέρες
& αέρηδες
      γενική του αέρα των αέρων
& αέρηδων
    αιτιατική τον αέρα τους αέρες
& αέρηδες
     κλητική αέρα αέρες
& αέρηδες
Κατηγορία όπως «αέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
H ισπανική σημαία κυματίζει στον αέρα.
Kοκοφοίνικες κουνιούνται από τον αέρα στο Πράσινο Ακρωτήρι.

Ετυμολογία

επεξεργασία
αέρας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀέρας < αρχαία ελληνική ἀήρ, σπό την αιτιατική ενικού τόν ἀέρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αέρας αρσενικό και αγέρας

  1. το σύνολο των άοσμων, άχρωμων και άγευστων αερίων που μας περιβάλλει στην ατμόσφαιρα και που το αναπνέουν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί
    παράδειγμα  Θέλει να μας πάρει ως και τον αέρα που αναπνέουμε.
    παράδειγμα  Πνίγομαι, θέλω αέρα!
    1. ο αέρας που παρέχεται σε μια συσκευή
      παράδειγμα  ανοίγω / κλείνω τον αέρα
    2. το κενό
      παράδειγμα  στέκομαι στον αέρα, πυροβολώ στον αέρα, μιλάω στον αέρα
       δείτε και τον όρο κενό αέρος
  2. ο άνεμος (πληθυντικός: αέρηδες)
    παράδειγμα  φυσάει αέρας, φυσάει ένας διαβολεμένος αέρας
    παράδειγμα  γλυκός 'αέρας, γλυκό αεράκι
    1. (γενικότερα) το κλίμα
      παράδειγμα  Τι αέρα έχετε εκεί κάτω; Να πάρουμε χειμωνιάτικα ρούχα;
  3. (μεταφορικά)
    1. η άνεση, η χάρη στη συμπεριφορά και τις κινήσεις, η αυτοπεποίθηση λόγω εμπειρίας, επιδεξιότητας ή αλαζονείας
      παράδειγμα  Τώρα πια πήρε τον αέρα της δουλειάς.
      παράδειγμα  Από τότε που γύρισε από το Παρίσι, έχει άλλον αέρα.
    2. το αντίθετο της ενοχλητικής ή δυσλειτουργικής πυκνότητας
      παράδειγμα  Θέλει λίγο αέρα, είναι πολύ πηγμένη η σελίδα του περιοδικού όπως τη στήσαμε.
    3. μια γενικότερη αίσθηση, ψυχολογικό κλίμα
      παράδειγμα  αέρας αισιοδοξίας / αλλαγής / ανανέωσης
      παράδειγμα  αέρας μυστηρίου
      παράδειγμα  Κάτι πλανάται στον αέρα.
  4. (εκκλησιαστικός όρος) το κάλυμμα του Αγίου Δισκοπότηρου και του Αγίου Δίσκου στη λειτουργία
    άλλες μορφές: αήρ
    παράδειγμα  Ο αέρας καλύπτει και συμβολίζει τη νεκρική σινδόνη του Ιησού.
  5. (ιστορία) ελληνική ιαχή μάχης στο στρατό
    παράδειγμα  Αέρα!
  6. (οικοδομική) το δικαίωμα οικοδόμησης σε κενή ταράτσα κτιρίου
    παράδειγμα  Στην κόρη του άφησε κληρονομιά μόνο τον αέρα του τριώροφου.
  7. (οικονομία) η υπεραξία που έχει αποκτήσει μια επιχείρηση, λόγω καλής φήμης, πελατείας ή θέσης και, (κατ’ επέκταση), το χρηματικό ποσό που αναλογεί σ' αυτήν
    παράδειγμα  Μας ζητάει αέρα 10.000 ευρώ.
  8. (ραδιόφωνο, τηλεόραση) σε ζωντανή μετάδοση, όχι μαγνητοσκοπημένα
    παράδειγμα  Ησυχία στο στούντιο! Τελειώνουν οι διαφημίσεις και σε 3 δεύτερα θα είμαστε στον αέρα.
    παράδειγμα  Η συνέντευξή του βγήκε στον αέρα χτες στις 2.30 μ.μ.
  9. (φιλοσοφία) στοιχείο της φύσης και του πνεύματος που για τους προσωκρατικούς φιλοσόφους είχε ιδιαίτερη σημασία στην κοσμογονία
    παράδειγμα  Σ αέρας, το νερό, η γη και η φωτιά, με τη φιλότητα και την έχθρα (έλξη και διάσπαση) δίνουν σε όλα ζωή (Εμπεδοκλής)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • αέρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  • αέρας -  Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη. online στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (ΚΕΓ,1-2)