αεράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αεράκι | τα | αεράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αεράκι | τα | αεράκια |
κλητική | αεράκι | αεράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Και γενική, του αερακιού. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αεράκι < αέρ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.eˈɾa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααεράκι ουδέτερο
- (υποκοριστικό) ελαφρύ ρεύμα αέρα
- ελαφριά πνοή ανέμου
- ※ Και από μακριά ο μονότονος ήχος της ανακατώνουνταν με κάτι σαν το σουσούρισμα του αερακιού ανάμεσα στα καλάμια. Σφιχταγκαλιασμένα ακροάζουνταν τ' αγόρια […] Πηνελόπη Δέλτα, Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου books.google