πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεράκι τα αεράκια
      γενική
    αιτιατική το αεράκι τα αεράκια
     κλητική αεράκι αεράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Και γενική, του αερακιού.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αεράκι ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) ελαφρύ ρεύμα αέρα
  2. ελαφριά πνοή ανέμου
      Και από μακριά ο μονότονος ήχος της ανακατώνουνταν με κάτι σαν το σουσούρισμα του αερακιού ανάμεσα στα καλάμια. Σφιχταγκαλιασμένα ακροάζουνταν τ' αγόρια [] Πηνελόπη Δέλτα, Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου books.google

Μεταφράσεις

επεξεργασία