↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνίζηση οι συνιζήσεις
      γενική της συνίζησης* των συνιζήσεων
    αιτιατική τη συνίζηση τις συνιζήσεις
     κλητική συνίζηση συνιζήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνιζήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνίζηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνίζησις < συνιζάνω < συν- + ἱζάνω (καθίζω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνίζηση θηλυκό

  1. (γραμματική, φωνολογία) η συνεκφορά δύο γειτονικών φωνηέντων σε μια συλλαβή για αποφυγή της χασμωδίας
    ⮡  ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Η κατάληξη του πληθυντικού πλοιάρια προφέρεται χωρίς συνίζηση: πλοι‑ά‑ρι‑α. Ο πληθυντικός ψάρια προφέρεται με συνίζηση: ψά‑ρια όπως και το θηλυκό ψαριά: ψα‑ριά.
    ⮡  Στα νέα ελληνικά η συνίζηση είναι συχνό φαινόμενο για τα φωνήεντα [i] και [e] που συνιζάνονται σε ημίφωνο [ʝ] ή δίφθογγο (π.χ. καρδία > καρδιά, /kaɾˈði.a/ > /kaɾˈðʝa/) είτε με την ουράνωση του προηγούμενου συμφώνου (αν αυτό είναι ένα από τα κ, γκ, χ, ν, λ) και απαλοιφή του πρώτου φωνήεντος (π.χ. ήλιος, /ˈi.li.os/ > /ˈi.li̯os/ > /ˈi.ʎos/).
  2. (μετρική) η συνεκφώνηση δύο διαδοχικών φωνηέντων είτε σε γειτονικές λέξεις, είτε η συμπροφορά μέσα στη λέξη, ώστε να τηρηθεί το μέτρο του στίχου
    ⮡  «Σε-γνω-ρί-ζωα-πό-την-κό-ψη» (στον πρώτο στίχο από τον εθνικό ύμνο)
  3. (γεωλογία) η μετακίνηση τμημάτων του φλοιού της γης προς το κέντρο της

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Νεοελληνικές λέξεις με διπλή προφορά (με συνίζηση ή χωρίς) με δύο σημασίες: βιάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία