συνίζηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνίζηση | οι | συνιζήσεις |
γενική | της | συνίζησης* | των | συνιζήσεων |
αιτιατική | τη | συνίζηση | τις | συνιζήσεις |
κλητική | συνίζηση | συνιζήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνιζήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνίζηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνίζησις < συνιζάνω < συν- + ἱζάνω (καθίζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνίζηση θηλυκό
- (γραμματική, φωνολογία) η συνεκφορά δύο γειτονικών φωνηέντων σε μια συλλαβή για αποφυγή της χασμωδίας
- ⮡ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Η κατάληξη του πληθυντικού πλοιάρια προφέρεται χωρίς συνίζηση: πλοι‑ά‑ρι‑α. Ο πληθυντικός ψάρια προφέρεται με συνίζηση: ψά‑ρια όπως και το θηλυκό ψαριά: ψα‑ριά.
- ⮡ Στα νέα ελληνικά η συνίζηση είναι συχνό φαινόμενο για τα φωνήεντα [i] και [e] που συνιζάνονται σε ημίφωνο [ʝ] ή δίφθογγο (π.χ. καρδία > καρδιά, /kaɾˈði.a/ > /kaɾˈðʝa/) είτε με την ουράνωση του προηγούμενου συμφώνου (αν αυτό είναι ένα από τα κ, γκ, χ, ν, λ) και απαλοιφή του πρώτου φωνήεντος (π.χ. ήλιος, /ˈi.li.os/ > /ˈi.li̯os/ > /ˈi.ʎos/).
- (μετρική) η συνεκφώνηση δύο διαδοχικών φωνηέντων είτε σε γειτονικές λέξεις, είτε η συμπροφορά μέσα στη λέξη, ώστε να τηρηθεί το μέτρο του στίχου
- ⮡ «Σε-γνω-ρί-ζωα-πό-την-κό-ψη» (στον πρώτο στίχο από τον εθνικό ύμνο)
- (γεωλογία) η μετακίνηση τμημάτων του φλοιού της γης προς το κέντρο της
Σημειώσεις
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με διπλή προφορά (με συνίζηση ή χωρίς) με δύο σημασίες: βιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συνίζηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)