συνίζηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συνίζηση < αρχαία ελληνική συνίζησις < συνιζάνω < συν- + ἱζάνω (καθίζω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συνίζηση θηλυκό
- η συνεκφορά δύο γειτονικών φωνηέντων σε μια συλλαβή· στα νέα ελληνικά είναι συχνό φαινόμενο που εμφανίζεται είτε με την μετατροπή του πρώτου φωνήεντος σε ημίφωνο (π.χ. καρδία > καρδιά, /kaɾ.'ði.a/ > /kaɾ.ˈðʝa/) είτε με την ουράνωση του προηγούμενου συμφώνου (αν αυτό είναι ένα από τα κ, γκ, χ, ν, λ) και απαλοιφή του πρώτου φωνήεντος (π.χ. ήλιος, /'i.li.os/ > /'i.ljos/ > /ˈi.ʎos/).