συνιζάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνιζάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνιζάνω < συν- + ἱζάνω (ιζάνω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.niˈza.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νι‐ζά‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐ι‐ζά‐νω
Ρήμα
επεξεργασίασυνιζάνω, πρτ.: συνίζανα, αόρ.: συνίζανα, παθ.φωνή: συνιζάνομαι, π.αόρ.: συνιζήθηκα, μτχ.π.π.: συνιζημένος
- επιφέρω συνίζηση [1]
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις συνίζηση και ιζάνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνιζάνω | συνίζανα | θα συνιζάνω | να συνιζάνω | συνιζάνοντας | |
β' ενικ. | συνιζάνεις | συνίζανες | θα συνιζάνεις | να συνιζάνεις | συνίζανε | |
γ' ενικ. | συνιζάνει | συνίζανε | θα συνιζάνει | να συνιζάνει | ||
α' πληθ. | συνιζάνουμε | συνιζάναμε | θα συνιζάνουμε | να συνιζάνουμε | ||
β' πληθ. | συνιζάνετε | συνιζάνατε | θα συνιζάνετε | να συνιζάνετε | συνιζάνετε | |
γ' πληθ. | συνιζάνουν(ε) | συνίζαναν συνιζάναν(ε) |
θα συνιζάνουν(ε) | να συνιζάνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνίζανα | θα συνιζάνω | να συνιζάνω | συνιζάνει | ||
β' ενικ. | συνίζανες | θα συνιζάνεις | να συνιζάνεις | συνίζανε | ||
γ' ενικ. | συνίζανε | θα συνιζάνει | να συνιζάνει | |||
α' πληθ. | συνιζάναμε | θα συνιζάνουμε | να συνιζάνουμε | |||
β' πληθ. | συνιζάνατε | θα συνιζάνετε | να συνιζάνετε | συνιζάνετε | ||
γ' πληθ. | συνίζαναν συνιζάναν(ε) |
θα συνιζάνουν(ε) | να συνιζάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνιζάνει | είχα συνιζάνει | θα έχω συνιζάνει | να έχω συνιζάνει | ||
β' ενικ. | έχεις συνιζάνει | είχες συνιζάνει | θα έχεις συνιζάνει | να έχεις συνιζάνει | ||
γ' ενικ. | έχει συνιζάνει | είχε συνιζάνει | θα έχει συνιζάνει | να έχει συνιζάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνιζάνει | είχαμε συνιζάνει | θα έχουμε συνιζάνει | να έχουμε συνιζάνει | ||
β' πληθ. | έχετε συνιζάνει | είχατε συνιζάνει | θα έχετε συνιζάνει | να έχετε συνιζάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνιζάνει | είχαν συνιζάνει | θα έχουν συνιζάνει | να έχουν συνιζάνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνιζάνομαι | συνιζανόμουν(α) | θα συνιζάνομαι | να συνιζάνομαι | ||
β' ενικ. | συνιζάνεσαι | συνιζανόσουν(α) | θα συνιζάνεσαι | να συνιζάνεσαι | ||
γ' ενικ. | συνιζάνεται | συνιζανόταν(ε) | θα συνιζάνεται | να συνιζάνεται | ||
α' πληθ. | συνιζανόμαστε | συνιζανόμαστε συνιζανόμασταν |
θα συνιζανόμαστε | να συνιζανόμαστε | ||
β' πληθ. | συνιζάνεστε | συνιζανόσαστε συνιζανόσασταν |
θα συνιζάνεστε | να συνιζάνεστε | συνιζάνεστε | |
γ' πληθ. | συνιζάνονται | συνιζάνονταν συνιζανόντουσαν |
θα συνιζάνονται | να συνιζάνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνιζήθηκα | θα συνιζηθώ | να συνιζηθώ | συνιζηθεί | ||
β' ενικ. | συνιζήθηκες | θα συνιζηθείς | να συνιζηθείς | συνιζήσου | ||
γ' ενικ. | συνιζήθηκε | θα συνιζηθεί | να συνιζηθεί | |||
α' πληθ. | συνιζηθήκαμε | θα συνιζηθούμε | να συνιζηθούμε | |||
β' πληθ. | συνιζηθήκατε | θα συνιζηθείτε | να συνιζηθείτε | συνιζηθείτε | ||
γ' πληθ. | συνιζήθηκαν συνιζηθήκαν(ε) |
θα συνιζηθούν(ε) | να συνιζηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συνιζηθεί | είχα συνιζηθεί | θα έχω συνιζηθεί | να έχω συνιζηθεί | συνιζημένος | |
β' ενικ. | έχεις συνιζηθεί | είχες συνιζηθεί | θα έχεις συνιζηθεί | να έχεις συνιζηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συνιζηθεί | είχε συνιζηθεί | θα έχει συνιζηθεί | να έχει συνιζηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συνιζηθεί | είχαμε συνιζηθεί | θα έχουμε συνιζηθεί | να έχουμε συνιζηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συνιζηθεί | είχατε συνιζηθεί | θα έχετε συνιζηθεί | να έχετε συνιζηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συνιζηθεί | είχαν συνιζηθεί | θα έχουν συνιζηθεί | να έχουν συνιζηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συνιζημένος - είμαστε, είστε, είναι συνιζημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συνιζημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συνιζημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συνιζημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συνιζημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συνιζημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συνιζημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνιζάνω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυνιζάνω (μόνο σε ενεστώτα και παρατατικό)
- κατακαθίζω
- (για τον άνεμο) καταλαγιάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συνιζάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνιζάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)