Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετακινώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετακινῶ, συνηρημένου τύπου του μετακινέω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μετα- + κινώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ta.ciˈno/

  Ρήμα επεξεργασία

μετακινώ, πρτ.: μετακινούσα, αόρ.: μετακίνησα, παθ.φωνή: μετακινούμαι, π.αόρ.: μετακινήθηκα, μτχ.π.π.: μετακινημένος

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία