Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετακινημένος η μετακινημένη το μετακινημένο
      γενική του μετακινημένου της μετακινημένης του μετακινημένου
    αιτιατική τον μετακινημένο τη μετακινημένη το μετακινημένο
     κλητική μετακινημένε μετακινημένη μετακινημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετακινημένοι οι μετακινημένες τα μετακινημένα
      γενική των μετακινημένων των μετακινημένων των μετακινημένων
    αιτιατική τους μετακινημένους τις μετακινημένες τα μετακινημένα
     κλητική μετακινημένοι μετακινημένες μετακινημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετακινημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μετακινώ

  Μετοχή επεξεργασία

μετακινημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία