Ετυμολογία

επεξεργασία
move < μέση αγγλική moven, moeven, meven < αγγλονορμανδική mover, moveir < παλαιά γαλλική mouver, moveir < λατινική movere < moveo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
move moves

move (en)

  1. (συνήθως ενικός) η κίνηση, αλλαγή τόπου ή θέσης
    ⮡  He made a move towards the door.
    Έκανε μια κίνηση προς την πόρτα.
  2. η μετακόμιση, η ενέργεια της αλλαγής του τόπου όπου μένω ή εργάζομαι
    ⮡  We’ve done three moves this year.
    Κάναμε τρεις μετακομίσεις φέτος.
  3. (σκάκι) η κίνηση στο σκάκι
    ⮡  the knight’s/king’s move - η κίνηση του αλόγου/του βασιλιά
    ⮡  ”Whose move is it? Yours?”
    «Ποιος είναι να κάνει κίνηση; Εσύ;»
  4. η κίνηση σε οποιοδήποτε άθλημα ή παιχνίδι
    ⮡  Every move in this game…
    Κάθε κίνηση σ' αυτό το παιχνίδι…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn
  5. η κίνηση, μια ενέργεια που κάνω ή πρέπει να κάνω για να πετύχω κάτι
    ⮡  a thoughtful/careful/wrong/smart move - μελετημένη/προσεκτική/λανθασμένη/έξυπνη κίνηση
    ⮡  It’s a move in the right direction.
    Είναι μια κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση.
    ⮡  Who is going to make the first move?
    Ποιος θα κάνει την πρώτη κίνηση;
    ⮡  We must watch their every/their next move.
    Πρέπει να παρακολουθούμε την κάθε/την επόμενη κίνησή τους.
    ⮡  He should keep me informed of his every move.
    Να με ενημερώνει για κάθε του ενέργεια.
  6. η κίνηση, μια αλλαγή σε ιδέες, στάσεις ή συμπεριφορά
    ⮡  There was a new move towards resolving the strike.
    Έγινε μια καινούρια κίνηση προς λύση της απεργίας.
ενεστώτας move
γ΄ ενικό ενεστώτα moves
αόριστος moved
παθητική μετοχή moved
ενεργητική μετοχή moving

move (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κινώ, μετακινώ, προκαλώ την αλλαγή της θέσης
    ⮡  Not a leaf moved.
    Δεν κινούνται φύλλο.
    ⮡  I saw something moving over there.
    Είδα κάτι να κινείται εκεί πέρα.
    ⮡  Do not move at all!
    Μην κινείσαι καθόλου!
    ⮡  Muscles move the limbs of the body.
    Οι μύες κινούν τα μέλη του σώματος.
    ⮡  I can’t move my hand.
    Δεν μπορώ να κινήσω το χέρι μου.
    ⮡  He moved his chair closer to the fire.
    Μετακίνησε την καρέκλα του πιο κοντά στη φωτιά.
    ⮡  Don’t move the patient unnecessarily.
    Μη μετακινείτε τον ασθενή χωρίς λόγο.
    ⮡  Don’t move during the ride.
    Μη μετακινείσθε κατά τη διάρκεια της διαδρομής
     συνώνυμα:  budge και shift
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) μετακομίζω, η μετακόμιση, μετοικώ, πάω, αλλάζω σπίτι ή δουλειά
    ⮡  We are moving from Sparta to Athens.
    Μετακομίζομε από τη Σπάρτη στην Αθήνα.
    ⮡  He wants to have his own house to avoid moving.
    Θέλει να έχει δικό του σπίτι για να αποφύγει τις μετακομίσεις.
    ⮡  He doesn’t live here anymore, he moved.
    Δεν μένει πια εδώ, μετοίκησε.
    ⮡  He moved to Athens.
    Μετοίκησε στην Αθήνα.
    ⮡  Tomorrow we are moving to our new house.
    Αύριο θα πάμε στο νέο μας σπίτι.
    → δείτε τους όρους move in και move out
  3. (αμετάβατο) κινώ, ενεργώ
    ⮡  Nobody seems willing to move on this issue.
    Κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος να κινηθεί σε αυτό το θέμα.
    ⮡  The union decided to move immediately.
    Το σωματείο αποφάσισε να ενεργήσει αμέσως.
     συνώνυμα: act
  4. (μεταβατικό) συγκινώ, προκαλώ σε κάποιον να έχει έντονα συναισθήματα
    ⮡  I was moved to tears.
    Συγκινήθηκα μέχρι δακρύων.
    ⮡  We are all deeply moved.
    Είμαστε όλοι βαθιά συγκινημένοι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arouse
  5. (μεταβατικό, επίσημο) κινώ, ωθώ, παρακινώ κάποιον σε μια πράξη
    ⮡  What moved him to tell such a lie?
    Τι τον κίνησε να πει τέτοιο ψέμα;
    ⮡  It is his ambition which moves him.
    Εκείνο που τον ωθεί είναι η φιλοδοξία του.
    ⮡  Nothing I said moved him to help.
    Δεν τον παρακίνησε τίποτα από ό,τι είπα ώστε να βοηθήσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) κινώ, πουλάω κάτι
    ⮡  These toys move well.
    Αυτά τα παιχνίδια κινούνται καλά.
     συνώνυμα: sell

Παράγωγα

επεξεργασία