move
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- move < μέση αγγλική moven, moeven, meven < αγγλονορμανδική mover, moveir < παλαιά γαλλική mouver, moveir < λατινική movere < moveo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
move | moves |
move (en)
- (συνήθως ενικός) η κίνηση, αλλαγή τόπου ή θέσης
- ⮡ He made a move towards the door.
- Έκανε μια κίνηση προς την πόρτα.
- ⮡ He made a move towards the door.
- η μετακόμιση, η ενέργεια της αλλαγής του τόπου όπου μένω ή εργάζομαι
- ⮡ We’ve done three moves this year.
- Κάναμε τρεις μετακομίσεις φέτος.
- ⮡ We’ve done three moves this year.
- (σκάκι) η κίνηση στο σκάκι
- ⮡ the knight’s/king’s move - η κίνηση του αλόγου/του βασιλιά
- ⮡ ”Whose move is it? Yours?”
- «Ποιος είναι να κάνει κίνηση; Εσύ;»
- η κίνηση σε οποιοδήποτε άθλημα ή παιχνίδι
- η κίνηση, μια ενέργεια που κάνω ή πρέπει να κάνω για να πετύχω κάτι
- ⮡ a thoughtful/careful/wrong/smart move - μελετημένη/προσεκτική/λανθασμένη/έξυπνη κίνηση
- ⮡ It’s a move in the right direction.
- Είναι μια κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση.
- ⮡ Who is going to make the first move?
- Ποιος θα κάνει την πρώτη κίνηση;
- ⮡ We must watch their every/their next move.
- Πρέπει να παρακολουθούμε την κάθε/την επόμενη κίνησή τους.
- ⮡ He should keep me informed of his every move.
- Να με ενημερώνει για κάθε του ενέργεια.
- η κίνηση, μια αλλαγή σε ιδέες, στάσεις ή συμπεριφορά
- ⮡ There was a new move towards resolving the strike.
- Έγινε μια καινούρια κίνηση προς λύση της απεργίας.
- ⮡ There was a new move towards resolving the strike.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | move |
γ΄ ενικό ενεστώτα | moves |
αόριστος | moved |
παθητική μετοχή | moved |
ενεργητική μετοχή | moving |
move (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κινώ, μετακινώ, προκαλώ την αλλαγή της θέσης
- ⮡ Not a leaf moved.
- Δεν κινούνται φύλλο.
- ⮡ I saw something moving over there.
- Είδα κάτι να κινείται εκεί πέρα.
- ⮡ Do not move at all!
- Μην κινείσαι καθόλου!
- ⮡ Muscles move the limbs of the body.
- Οι μύες κινούν τα μέλη του σώματος.
- ⮡ I can’t move my hand.
- Δεν μπορώ να κινήσω το χέρι μου.
- ⮡ He moved his chair closer to the fire.
- Μετακίνησε την καρέκλα του πιο κοντά στη φωτιά.
- ⮡ Don’t move the patient unnecessarily.
- Μη μετακινείτε τον ασθενή χωρίς λόγο.
- ⮡ Don’t move during the ride.
- Μη μετακινείσθε κατά τη διάρκεια της διαδρομής
- ≈ συνώνυμα: budge και shift
- ⮡ Not a leaf moved.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μετακομίζω, η μετακόμιση, μετοικώ, πάω, αλλάζω σπίτι ή δουλειά
- ⮡ We are moving from Sparta to Athens.
- Μετακομίζομε από τη Σπάρτη στην Αθήνα.
- ⮡ He wants to have his own house to avoid moving.
- Θέλει να έχει δικό του σπίτι για να αποφύγει τις μετακομίσεις.
- ⮡ He doesn’t live here anymore, he moved.
- Δεν μένει πια εδώ, μετοίκησε.
- ⮡ He moved to Athens.
- Μετοίκησε στην Αθήνα.
- ⮡ Tomorrow we are moving to our new house.
- Αύριο θα πάμε στο νέο μας σπίτι.
- → δείτε τους όρους move in και move out
- ⮡ We are moving from Sparta to Athens.
- (αμετάβατο) κινώ, ενεργώ
- (μεταβατικό) συγκινώ, προκαλώ σε κάποιον να έχει έντονα συναισθήματα
- (μεταβατικό, επίσημο) κινώ, ωθώ, παρακινώ κάποιον σε μια πράξη
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κινώ, πουλάω κάτι
Σύνθετα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- move (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- move (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 292, 448, 448-449, 543, 547, 656, 699-700, 831, 992. ISBN 9780194325684., λήμμα: ενεργώ, κίνηση, κινώ, μετακομίζω, μετακόμιση, μετοικώ, παρακινώ, πηγαίνω, συγκινώ, ωθώ