Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
remove removes

remove (en)

ενεστώτας remove
γ΄ ενικό ενεστώτα removes
αόριστος removed
παθητική μετοχή removed
ενεργητική μετοχή removing

remove (en) (μεταβατικό)

  1. απομακρύνω, αφαιρώ, μετακινώ κάποιον ή κάτι σε μια απόσταση μακριά από κάποιον ή από κάτι
    ⮡  They removed people from the building where a bomb had been planted.
    Απομάκρυναν τον κόσμο από το κτίριο, όπου είχε τοποθετηθεί βόμβα.
    ⮡  In order to open the road, volumes of earth were removed.
    Για να ανοιχτεί ο δρόμος, απομακρύνθηκαν όγκοι χωμάτων.
    ⮡  I am removing the old tiles from the roof to install the new ones.
    Αφαιρώ τα παλιά κεραμίδια από τη στέγη, για να τοποθετήσω καινούρια.
  2. αφαιρώ, βγάζω ρούχα από το σώμα
    ⮡  Remove your clothes, please.
    Αφαιρέστε τα ρούχα σας, παρακαλώ.
    ⮡  He removed his shoes.
    Έβγαλε τα παπούτσια του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη take off
  3. απομακρύνω, αφαιρώ κάτι δυσάρεστο, βρόμικο κτλ.· κάνω κάτι να εξαφανιστεί
    ⮡  We must remove all obstacles.
    Πρέπει να απομακρύνουμε όλα τα εμπόδια.
    ⮡  I removed the ink stains from your dress.
    Αφαίρεσα τις μελανιές από το φόρεμα σου.
  4. απομακρύνω, αφαιρώ, αποπέμπω, απολύω κάποιον από τη θέση ή τη δουλειά του
    ⮡  He was removed from his position.
    Απομακρύνθηκε από τη θέση του.
    ⮡  They removed him from his command.
    Του αφαίρεσαν τη διοίκηση του.
  5. αφαιρώ, βγάζω κάτι από το σώμα
    ⮡  They removed one of his teeth.
    Του αφαίρεσαν ένα δόντι.
    ⮡  They removed one of his kidneys/eyes.
    Του έβγαλαν το ένα νεφρό/μάτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη take out