Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
remove removes

remove (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας remove
γ΄ ενικό ενεστώτα removes
αόριστος removed
παθητική μετοχή removed
ενεργητική μετοχή removing

remove (en)

  1. απομακρύνω
  2. (μεταβατικό) βγάζω κάτι από το σώμα
    They removed one of his kidneys/eyes.
    Του έβγαλαν το ένα νεφρό/μάτι.
  3. αποπέμπω (π.χ. πολιτικό από τη θέση του)

  Πηγές επεξεργασία