remove
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
remove | removes |
remove (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | remove |
γ΄ ενικό ενεστώτα | removes |
αόριστος | removed |
παθητική μετοχή | removed |
ενεργητική μετοχή | removing |
remove (en) (μεταβατικό)
- απομακρύνω, αφαιρώ, μετακινώ κάποιον ή κάτι σε μια απόσταση μακριά από κάποιον ή από κάτι
- ⮡ They removed people from the building where a bomb had been planted.
- Απομάκρυναν τον κόσμο από το κτίριο, όπου είχε τοποθετηθεί βόμβα.
- ⮡ In order to open the road, volumes of earth were removed.
- Για να ανοιχτεί ο δρόμος, απομακρύνθηκαν όγκοι χωμάτων.
- ⮡ I am removing the old tiles from the roof to install the new ones.
- Αφαιρώ τα παλιά κεραμίδια από τη στέγη, για να τοποθετήσω καινούρια.
- ⮡ They removed people from the building where a bomb had been planted.
- αφαιρώ, βγάζω ρούχα από το σώμα
- απομακρύνω, αφαιρώ κάτι δυσάρεστο, βρόμικο κτλ.· κάνω κάτι να εξαφανιστεί
- ⮡ We must remove all obstacles.
- Πρέπει να απομακρύνουμε όλα τα εμπόδια.
- ⮡ I removed the ink stains from your dress.
- Αφαίρεσα τις μελανιές από το φόρεμα σου.
- ⮡ We must remove all obstacles.
- απομακρύνω, αφαιρώ, αποπέμπω, απολύω κάποιον από τη θέση ή τη δουλειά του
- ⮡ He was removed from his position.
- Απομακρύνθηκε από τη θέση του.
- ⮡ They removed him from his command.
- Του αφαίρεσαν τη διοίκηση του.
- ⮡ He was removed from his position.
- αφαιρώ, βγάζω κάτι από το σώμα
Πηγές
επεξεργασία- remove - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω