Δείτε επίσης: ἀποπέμπω

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.poˈpem.bo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποπέμπω
παλιότερος συλλαβισμός: αποπέμπω

αποπέμπω, αόρ.: απέπεμψα, παθ.φωνή: αποπέμπομαι, π.αόρ.: αποπέμφθηκα

  • διώχνω για ανθρώπους, τους απομακρύνω με υποτιμητικό τρόπο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία