αποπέμπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποπέμπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποπέμπω < ἀπό (απο- + πέμπω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.poˈpem.bo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐πέ‐μπω
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐πο‐πέμ‐πω
Ρήμα
επεξεργασίααποπέμπω, αόρ.: απέπεμψα, παθ.φωνή: αποπέμπομαι, π.αόρ.: αποπέμφθηκα
- διώχνω για ανθρώπους, τους απομακρύνω με υποτιμητικό τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποπέμπω | απέπεμπα | θα αποπέμπω | να αποπέμπω | αποπέμποντας | |
β' ενικ. | αποπέμπεις | απέπεμπες | θα αποπέμπεις | να αποπέμπεις | απόπεμπε | |
γ' ενικ. | αποπέμπει | απέπεμπε | θα αποπέμπει | να αποπέμπει | ||
α' πληθ. | αποπέμπουμε | αποπέμπαμε | θα αποπέμπουμε | να αποπέμπουμε | ||
β' πληθ. | αποπέμπετε | αποπέμπατε | θα αποπέμπετε | να αποπέμπετε | αποπέμπετε | |
γ' πληθ. | αποπέμπουν(ε) | απέπεμπαν αποπέμπαν(ε) |
θα αποπέμπουν(ε) | να αποπέμπουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέπεμψα | θα αποπέμψω | να αποπέμψω | αποπέμψει | ||
β' ενικ. | απέπεμψες | θα αποπέμψεις | να αποπέμψεις | απόπεμψε | ||
γ' ενικ. | απέπεμψε | θα αποπέμψει | να αποπέμψει | |||
α' πληθ. | αποπέμψαμε | θα αποπέμψουμε | να αποπέμψουμε | |||
β' πληθ. | αποπέμψατε | θα αποπέμψετε | να αποπέμψετε | αποπέμψτε | ||
γ' πληθ. | απέπεμψαν αποπέμψαν(ε) |
θα αποπέμψουν(ε) | να αποπέμψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποπέμψει | είχα αποπέμψει | θα έχω αποπέμψει | να έχω αποπέμψει | ||
β' ενικ. | έχεις αποπέμψει | είχες αποπέμψει | θα έχεις αποπέμψει | να έχεις αποπέμψει | ||
γ' ενικ. | έχει αποπέμψει | είχε αποπέμψει | θα έχει αποπέμψει | να έχει αποπέμψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποπέμψει | είχαμε αποπέμψει | θα έχουμε αποπέμψει | να έχουμε αποπέμψει | ||
β' πληθ. | έχετε αποπέμψει | είχατε αποπέμψει | θα έχετε αποπέμψει | να έχετε αποπέμψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποπέμψει | είχαν αποπέμψει | θα έχουν αποπέμψει | να έχουν αποπέμψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποπέμπομαι | αποπεμπόμουν(α) | θα αποπέμπομαι | να αποπέμπομαι | ||
β' ενικ. | αποπέμπεσαι | αποπεμπόσουν(α) | θα αποπέμπεσαι | να αποπέμπεσαι | ||
γ' ενικ. | αποπέμπεται | αποπεμπόταν(ε) | θα αποπέμπεται | να αποπέμπεται | ||
α' πληθ. | αποπεμπόμαστε | αποπεμπόμαστε αποπεμπόμασταν |
θα αποπεμπόμαστε | να αποπεμπόμαστε | ||
β' πληθ. | αποπέμπεστε | αποπεμπόσαστε αποπεμπόσασταν |
θα αποπέμπεστε | να αποπέμπεστε | αποπέμπεστε | |
γ' πληθ. | αποπέμπονται | αποπέμπονταν αποπεμπόντουσαν |
θα αποπέμπονται | να αποπέμπονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποπέμφθηκα | θα αποπεμφθώ | να αποπεμφθώ | αποπεμφθεί | ||
β' ενικ. | αποπέμφθηκες | θα αποπεμφθείς | να αποπεμφθείς | αποπέμψου | ||
γ' ενικ. | αποπέμφθηκε | θα αποπεμφθεί | να αποπεμφθεί | |||
α' πληθ. | αποπεμφθήκαμε | θα αποπεμφθούμε | να αποπεμφθούμε | |||
β' πληθ. | αποπεμφθήκατε | θα αποπεμφθείτε | να αποπεμφθείτε | αποπεμφθείτε | ||
γ' πληθ. | αποπέμφθηκαν αποπεμφθήκαν(ε) |
θα αποπεμφθούν(ε) | να αποπεμφθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποπεμφθεί | είχα αποπεμφθεί | θα έχω αποπεμφθεί | να έχω αποπεμφθεί | ||
β' ενικ. | έχεις αποπεμφθεί | είχες αποπεμφθεί | θα έχεις αποπεμφθεί | να έχεις αποπεμφθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποπεμφθεί | είχε αποπεμφθεί | θα έχει αποπεμφθεί | να έχει αποπεμφθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποπεμφθεί | είχαμε αποπεμφθεί | θα έχουμε αποπεμφθεί | να έχουμε αποπεμφθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποπεμφθεί | είχατε αποπεμφθεί | θα έχετε αποπεμφθεί | να έχετε αποπεμφθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποπεμφθεί | είχαν αποπεμφθεί | θα έχουν αποπεμφθεί | να έχουν αποπεμφθεί |