Ετυμολογία

επεξεργασία

πέμπω, πρτ.: έπεμπα, στ.μέλλ.: θα πέμψω, αόρ.: έπεμψα, παθ.φωνή: πέμπομαι, π.αόρ.: πέμφθηκα

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
πέμπω < θέμα πεμπ που σε διάφορους χρόνους γίνεται πομφ λόγω ετεροίωσης και δάσυνσης
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  πέμπω   πέμπομαι 
Παρατατικός  ἒπεμπον   ἐπεμπόμην 
Μέλλοντας  πέμψω   πέμψομαι & πεμφθήσομαι 
Αόριστος  ἒπεμψα   ἐπεμψάμην & ἐπέμφθην 
Παρακείμενος  πέπομφα   πέπεμμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐπεπόμφειν   ἐπεπέμμην 
Συντελ.Μέλλ.