παρακολουθώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρακολουθώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρακολουθῶ, συνηρημένος τύπος του παρακολουθέω < (παρά) παρ- + ἀκολουθῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ko.luˈθo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐κο‐λου‐θώ
Ρήμα
επεξεργασίαπαρακολουθώ, αόρ.: παρακολούθησα, παθ.φωνή: παρακολουθούμαι/(παρακολουθιέμαι), π.πρτ.: παρακολουθούμουν/παρακολουθιόμουν, π.αόρ.: παρακολουθήθηκα, μτχ.π.π.: παρακολουθημένος
- ακολουθώ τις κινήσεις κάποιου κινούμενος μαζί με αυτόν ή κινώντας το βλέμμα μου
- ※ Απ' την πρώτη στιγμή που μπήκα στο λεωφορείο είχα την υποψία πως κάποιος με παρακολουθούσε. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) για ήρωες μιας αφήγησης
- ⮡ στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου παρακολουθούμε τον ήρωα στην προσπάθειά του να ξεφύγει από αυτούς που τον καταδιώκουν
- ακολουθώ κρυφά τις κινήσεις κάποιου για να μάθω κάτι γι' αυτόν
- ακούω τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις κάποιου με συσκευές υποκλοπής
- συμμετέχω σε μάθημα, σεμινάριο ή άλλη μαθησιακή δραστηριότητα
- ακούω με προσοχή έναν ομιλητή και αντιλαμβάνομαι τη ροή της σκέψης του
- βλέπω ή ακούω με προσοχή τηλεοπτικές, ραδιοφωνικές εκπομπές, κινηματογραφικές ταινίες
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ακολουθώ και ακόλουθος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρακολουθώ | παρακολουθούσα | θα παρακολουθώ | να παρακολουθώ | παρακολουθώντας | |
β' ενικ. | παρακολουθείς | παρακολουθούσες | θα παρακολουθείς | να παρακολουθείς | ||
γ' ενικ. | παρακολουθεί | παρακολουθούσε | θα παρακολουθεί | να παρακολουθεί | ||
α' πληθ. | παρακολουθούμε | παρακολουθούσαμε | θα παρακολουθούμε | να παρακολουθούμε | ||
β' πληθ. | παρακολουθείτε | παρακολουθούσατε | θα παρακολουθείτε | να παρακολουθείτε | παρακολουθείτε | |
γ' πληθ. | παρακολουθούν(ε) | παρακολουθούσαν(ε) | θα παρακολουθούν(ε) | να παρακολουθούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρακολούθησα | θα παρακολουθήσω | να παρακολουθήσω | παρακολουθήσει | ||
β' ενικ. | παρακολούθησες | θα παρακολουθήσεις | να παρακολουθήσεις | παρακολούθησε | ||
γ' ενικ. | παρακολούθησε | θα παρακολουθήσει | να παρακολουθήσει | |||
α' πληθ. | παρακολουθήσαμε | θα παρακολουθήσουμε | να παρακολουθήσουμε | |||
β' πληθ. | παρακολουθήσατε | θα παρακολουθήσετε | να παρακολουθήσετε | παρακολουθήστε | ||
γ' πληθ. | παρακολούθησαν παρακολουθήσαν(ε) |
θα παρακολουθήσουν(ε) | να παρακολουθήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παρακολουθήσει | είχα παρακολουθήσει | θα έχω παρακολουθήσει | να έχω παρακολουθήσει | ||
β' ενικ. | έχεις παρακολουθήσει | είχες παρακολουθήσει | θα έχεις παρακολουθήσει | να έχεις παρακολουθήσει | ||
γ' ενικ. | έχει παρακολουθήσει | είχε παρακολουθήσει | θα έχει παρακολουθήσει | να έχει παρακολουθήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παρακολουθήσει | είχαμε παρακολουθήσει | θα έχουμε παρακολουθήσει | να έχουμε παρακολουθήσει | ||
β' πληθ. | έχετε παρακολουθήσει | είχατε παρακολουθήσει | θα έχετε παρακολουθήσει | να έχετε παρακολουθήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παρακολουθήσει | είχαν παρακολουθήσει | θα έχουν παρακολουθήσει | να έχουν παρακολουθήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρακολουθούμαι | παρακολουθούμουν | θα παρακολουθούμαι | να παρακολουθούμαι | ||
β' ενικ. | παρακολουθείσαι | παρακολουθούσουν | θα παρακολουθείσαι | να παρακολουθείσαι | ||
γ' ενικ. | παρακολουθείται | παρακολουθούνταν | θα παρακολουθείται | να παρακολουθείται | ||
α' πληθ. | παρακολουθούμαστε | παρακολουθούμασταν παρακολουθούμαστε |
θα παρακολουθούμαστε | να παρακολουθούμαστε | ||
β' πληθ. | παρακολουθείστε | παρακολουθούσασταν παρακολουθούσαστε |
θα παρακολουθείστε | να παρακολουθείστε | παρακολουθείστε | |
γ' πληθ. | παρακολουθούνται | παρακολουθούνταν | θα παρακολουθούνται | να παρακολουθούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρακολουθήθηκα | θα παρακολουθηθώ | να παρακολουθηθώ | παρακολουθηθεί | ||
β' ενικ. | παρακολουθήθηκες | θα παρακολουθηθείς | να παρακολουθηθείς | παρακολουθήσου | ||
γ' ενικ. | παρακολουθήθηκε | θα παρακολουθηθεί | να παρακολουθηθεί | |||
α' πληθ. | παρακολουθηθήκαμε | θα παρακολουθηθούμε | να παρακολουθηθούμε | |||
β' πληθ. | παρακολουθηθήκατε | θα παρακολουθηθείτε | να παρακολουθηθείτε | παρακολουθηθείτε | ||
γ' πληθ. | παρακολουθήθηκαν παρακολουθηθήκαν(ε) |
θα παρακολουθηθούν(ε) | να παρακολουθηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παρακολουθηθεί | είχα παρακολουθηθεί | θα έχω παρακολουθηθεί | να έχω παρακολουθηθεί | παρακολουθημένος | |
β' ενικ. | έχεις παρακολουθηθεί | είχες παρακολουθηθεί | θα έχεις παρακολουθηθεί | να έχεις παρακολουθηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παρακολουθηθεί | είχε παρακολουθηθεί | θα έχει παρακολουθηθεί | να έχει παρακολουθηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παρακολουθηθεί | είχαμε παρακολουθηθεί | θα έχουμε παρακολουθηθεί | να έχουμε παρακολουθηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παρακολουθηθεί | είχατε παρακολουθηθεί | θα έχετε παρακολουθηθεί | να έχετε παρακολουθηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παρακολουθηθεί | είχαν παρακολουθηθεί | θα έχουν παρακολουθηθεί | να έχουν παρακολουθηθεί |
και προφορικό: παρακλουθιέμαι, κυρίως στον παρατατικό: παρακολουθιόμουν(α)[1]
- και μετοχή παρακολουθημένος [2]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρακολουθιέμαι | παρακολουθιόμουν(α) | θα παρακολουθιέμαι | να παρακολουθιέμαι | ||
β' ενικ. | παρακολουθιέσαι | παρακολουθιόσουν(α) | θα παρακολουθιέσαι | να παρακολουθιέσαι | ||
γ' ενικ. | παρακολουθιέται | παρακολουθιόταν(ε) | θα παρακολουθιέται | να παρακολουθιέται | ||
α' πληθ. | παρακολουθιόμαστε | παρακολουθιόμαστε παρακολουθιόμασταν |
θα παρακολουθιόμαστε | να παρακολουθιόμαστε | ||
β' πληθ. | παρακολουθιέστε | παρακολουθιόσαστε παρακολουθιόσασταν |
θα παρακολουθιέστε | να παρακολουθιέστε | παρακολουθιέστε | |
γ' πληθ. | παρακολουθιούνται | παρακολουθιόνταν(ε) παρακολουθιούνταν παρακολουθιόντουσαν |
θα παρακολουθιούνται | να παρακολουθιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρακολουθήθηκα | θα παρακολουθηθώ | να παρακολουθηθώ | παρακολουθηθεί | ||
β' ενικ. | παρακολουθήθηκες | θα παρακολουθηθείς | να παρακολουθηθείς | παρακολουθήσου | ||
γ' ενικ. | παρακολουθήθηκε | θα παρακολουθηθεί | να παρακολουθηθεί | |||
α' πληθ. | παρακολουθηθήκαμε | θα παρακολουθηθούμε | να παρακολουθηθούμε | |||
β' πληθ. | παρακολουθηθήκατε | θα παρακολουθηθείτε | να παρακολουθηθείτε | παρακολουθηθείτε | ||
γ' πληθ. | παρακολουθήθηκαν παρακολουθηθήκαν(ε) |
θα παρακολουθηθούν(ε) | να παρακολουθηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παρακολουθηθεί | είχα παρακολουθηθεί | θα έχω παρακολουθηθεί | να έχω παρακολουθηθεί | παρακολουθημένος | |
β' ενικ. | έχεις παρακολουθηθεί | είχες παρακολουθηθεί | θα έχεις παρακολουθηθεί | να έχεις παρακολουθηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παρακολουθηθεί | είχε παρακολουθηθεί | θα έχει παρακολουθηθεί | να έχει παρακολουθηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παρακολουθηθεί | είχαμε παρακολουθηθεί | θα έχουμε παρακολουθηθεί | να έχουμε παρακολουθηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παρακολουθηθεί | είχατε παρακολουθηθεί | θα έχετε παρακολουθηθεί | να έχετε παρακολουθηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παρακολουθηθεί | είχαν παρακολουθηθεί | θα έχουν παρακολουθηθεί | να έχουν παρακολουθηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρακολουθώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)