αφήγηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφήγηση | οι | αφηγήσεις |
γενική | της | αφήγησης* | των | αφηγήσεων |
αιτιατική | την | αφήγηση | τις | αφηγήσεις |
κλητική | αφήγηση | αφηγήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφηγήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αφήγηση < αρχαία ελληνική ἀφήγησις < ἀφηγέομαι / ἀφηγοῦμαι < ἀπό + ἡγέομαι / ἡγοῦμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₂g-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈfi.ʝi.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφήγηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αφηγούμαι