αποτέλεσμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτέλεσμα < αρχαία ελληνική ἀποτέλεσμα < ἀποτελέω / ἀποτελῶ < ἀπό + τελέω / τελῶ < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική résultats)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.poˈte.le.zma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποτέλεσμα ουδέτερο
- το προϊόν ή η κατάσταση που προκύπτει από την ολοκλήρωση ή κατάληξη κάποιας εργασίας ή ενέργειας
- η ετυμηγορία για την κατάληξη μιας εξεταστικής (ή άλλης) διαδικασίας (ανακοίνωση επιτυχώντων και αποτυχώντων)
- (λογιστική) το κέρδος μιας οικονομικής μονάδας κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου
- (λογιστική) η κατάσταση που παρουσιάζει τα παραπάνω
- ⮡ statement of income and other comprehensive income - κατάσταση αποτελεσμάτων και άλλων συνολικών εισοδημάτων
Συγγενικά
επεξεργασία- αναποτελεσματικά
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικότητα
- αποτελεσματικά
- αποτελεσματικός
- αποτελεσματικότητα
- αποτελεσμένος
- → δείτε τις λέξεις αποτελώ, από, τελώ και τέλος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποτέλεσμα