Δείτε επίσης: ἀποτέλεσμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποτέλεσμα τα αποτελέσματα
      γενική του αποτελέσματος των αποτελεσμάτων
    αιτιατική το αποτέλεσμα τα αποτελέσματα
     κλητική αποτέλεσμα αποτελέσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποτέλεσμα < αρχαία ελληνική ἀποτέλεσμα < ἀποτελέω / ἀποτελῶ < ἀπό + τελέω / τελῶ < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική résultats)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.poˈte.le.zma/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποτέλεσμα ουδέτερο

  1. το προϊόν ή η κατάσταση που προκύπτει από την ολοκλήρωση ή κατάληξη κάποιας εργασίας ή ενέργειας
  2. η ετυμηγορία για την κατάληξη μιας εξεταστικής (ή άλλης) διαδικασίας (ανακοίνωση επιτυχώντων και αποτυχώντων)
  3. (λογιστική) το κέρδος μιας οικονομικής μονάδας κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου
     συνώνυμα: εισόδημα
  4. (λογιστική) η κατάσταση που παρουσιάζει τα παραπάνω
    ⮡  statement of income and other comprehensive income - κατάσταση αποτελεσμάτων και άλλων συνολικών εισοδημάτων

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία