ενικός         πληθυντικός  
income incomes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

income (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το εισόδημα, τα έσοδα, η πρόσοδος
    ⮡  net/gross income - καθαρό/ακαθάριστο εισόδημα
    ⮡  income tax - φόρος εισοδήματος
    ⮡  We are living beyond our income.
    Ζούμε έξω από τα όρια των εισοδημάτων μας.
    ⮡  His father doesn’t have an income.
    Ο πατέρας του δεν έχει εισόδημα.
    ⮡  They calculated their income.
    Υπολόγισαν τα έσοδά τους.
    ⮡  a fixed income - σταθερή πρόσοδος
    ⮡  annual/yearly income - ετήσια πρόσοδος