Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
income incomes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

income (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το εισόδημα, η πρόσοδος
    net/gross income - καθαρό/ακαθάριστο εισόδημα
    income tax - φόρος εισοδήματος
    We are living beyond our income.
    Ζούμε έξω από τα όρια των εισοδημάτων μας.
    a fixed income - σταθερή πρόσοδος
    annual/yearly income - ετήσια πρόσοδος

  Πηγές επεξεργασία