εισόδημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εισόδημα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική εἰσόδημα < ελληνιστική κοινή εἰσοδεύω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈso.ði.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐σό‐δη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεισόδημα ουδέτερο
- τα χρήματα που αποκτά κάποιος από εργασία, μίσθωση, καταθέσεις ή άλλη πηγή και συνήθως φορολογείται
- ※ Όταν γύρισε με την οικογένειά του στην Αθήνα πίστευε πως τα εισοδήματα από τα ακίνητα που είχε αγοράσει θα του φτάνανε να ζήσει άνετα (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εισόδημα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εισόδημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας