Δείτε επίσης: εἰσόδημα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εισόδημα τα εισοδήματα
      γενική του εισοδήματος των εισοδημάτων
    αιτιατική το εισόδημα τα εισοδήματα
     κλητική εισόδημα εισοδήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εισόδημα ουδέτερο

  • τα χρήματα που αποκτά κάποιος από εργασία, μίσθωση, καταθέσεις ή άλλη πηγή και συνήθως φορολογείται
      Όταν γύρισε με την οικογένειά του στην Αθήνα πίστευε πως τα εισοδήματα από τα ακίνητα που είχε αγοράσει θα του φτάνανε να ζήσει άνετα (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία