Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εισοδηματικός η εισοδηματική το εισοδηματικό
      γενική του εισοδηματικού της εισοδηματικής του εισοδηματικού
    αιτιατική τον εισοδηματικό την εισοδηματική το εισοδηματικό
     κλητική εισοδηματικέ εισοδηματική εισοδηματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εισοδηματικοί οι εισοδηματικές τα εισοδηματικά
      γενική των εισοδηματικών των εισοδηματικών των εισοδηματικών
    αιτιατική τους εισοδηματικούς τις εισοδηματικές τα εισοδηματικά
     κλητική εισοδηματικοί εισοδηματικές εισοδηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εισοδηματικός < εισόδημα

  Επίθετο επεξεργασία

εισοδηματικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία