Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εισοδηματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εισοδηματικ
ός
η
εισοδηματικ
ή
το
εισοδηματικ
ό
γενική
του
εισοδηματικ
ού
της
εισοδηματικ
ής
του
εισοδηματικ
ού
αιτιατική
τον
εισοδηματικ
ό
την
εισοδηματικ
ή
το
εισοδηματικ
ό
κλητική
εισοδηματικ
έ
εισοδηματικ
ή
εισοδηματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εισοδηματικ
οί
οι
εισοδηματικ
ές
τα
εισοδηματικ
ά
γενική
των
εισοδηματικ
ών
των
εισοδηματικ
ών
των
εισοδηματικ
ών
αιτιατική
τους
εισοδηματικ
ούς
τις
εισοδηματικ
ές
τα
εισοδηματικ
ά
κλητική
εισοδηματικ
οί
εισοδηματικ
ές
εισοδηματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εισοδηματικός
<
εισόδημα
Επίθετο
επεξεργασία
εισοδηματικός
που σχετίζεται με το
εισόδημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εισοδηματικός