Δείτε επίσης: πρόοδος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόσοδος οι πρόσοδοι (πρόσοδες)
      γενική της προσόδου των προσόδων
    αιτιατική την πρόσοδο τις προσόδους (πρόσοδες)
     κλητική πρόσοδε (πρόσοδο) πρόσοδοι (πρόσοδες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόσοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσοδος < πρόσ- + ὁδός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.so.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐σο‐δος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόσοδος θηλυκό

  1. (οικονομία) το ενοίκιο που εισπράττει ή οποιοδήποτε άλλο εισόδημα προσπορίζεται ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου
  2. (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε εισόδημα προκύπτει από την εκμετάλλευση περιουσιακών στοιχείων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόσοδος αἱ πρόσοδοι
      γενική τῆς προσόδου τῶν προσόδων
      δοτική τῇ προσόδ ταῖς προσόδοις
    αιτιατική τὴν πρόσοδον τὰς προσόδους
     κλητική ! πρόσοδε πρόσοδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσόδω
γεν-δοτ τοῖν  προσόδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόσοδος < πρόσ- + ὁδός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόσοδος θηλυκό ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία