Δείτε επίσης: οδός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὁδός αἱ ὁδοί
      γενική τῆς ὁδοῦ τῶν ὁδῶν
      δοτική τῇ ὁδ ταῖς ὁδοῖς
    αιτιατική τὴν ὁδόν τὰς ὁδούς
     κλητική ! ὁδέ ὁδοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὁδώ
γεν-δοτ τοῖν  ὁδοῖν
Και αρχαιότατη τοπική πτώση: ὁδoῖ.
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία