κάθομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κάθομαι < μεσαιωνική ελληνική κάθομαι < αρχαία ελληνική κάθημαι
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
κάθομαι, πρτ.: καθόμουν, στ.μέλλ.: θα καθίσω, αόρ.: κάθισα, μτχ.π.π.: καθισμένος
- έχω το σώμα μου πάνω σε ένα κάθισμα (καρέκλα, καναπέ κλπ) ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο
- τοποθετώ το σώμα μου πάνω σε ένα κάθισμα ενώ πριν ήμουν όρθιος
- μένω, κατοικώ
- (για πράγματα) ακουμπώ πάνω σε κάτι άλλο
- (για πράγματα) υποχωρώ σε χαμηλότερο επίπεδο, καθιζάνω, κατακάθομαι
- δεν εργάζομαι (είμαι άνεργος ή βρίσκομαι σε διακοπές)
- μένω άπρακτος
Επεξεργασία
- ανακάθομαι
- επικάθομαι
- καλοκάθομαι
- κατακάθομαι
- κωλοκάθομαι
- παρακάθομαι
- στρογγυλοκάθομαι
- → δείτε τη λέξη καθίζω
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κάθομαι
κάθομαι με σταυρωμένα χέρια