Δείτε επίσης: κάθομαι

Ετυμολογία

επεξεργασία

καθίζω

  1. τοποθετώ κάποιον σε κάθισμα
  2. (ναυτικός όρος) οδηγώ πλεούμενο να ακουμπήσει στον πυθμένα
  3. (λαϊκότροπο) κάθομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία