καθίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθίζω < αρχαία ελληνική καθίζω < κατά + ἵζω
Ρήμα
επεξεργασίακαθίζω
- τοποθετώ κάποιον σε κάθισμα
- (ναυτικός όρος) οδηγώ πλεούμενο να ακουμπήσει στον πυθμένα
- (λαϊκότροπο) κάθομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καθίζω | κάθιζα | θα καθίζω | να καθίζω | καθίζοντας | |
β' ενικ. | καθίζεις | κάθιζες | θα καθίζεις | να καθίζεις | κάθιζε | |
γ' ενικ. | καθίζει | κάθιζε | θα καθίζει | να καθίζει | ||
α' πληθ. | καθίζουμε | καθίζαμε | θα καθίζουμε | να καθίζουμε | ||
β' πληθ. | καθίζετε | καθίζατε | θα καθίζετε | να καθίζετε | καθίζετε | |
γ' πληθ. | καθίζουν(ε) | κάθιζαν καθίζαν(ε) |
θα καθίζουν(ε) | να καθίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κάθισα | θα καθίσω | να καθίσω | καθίσει | ||
β' ενικ. | κάθισες | θα καθίσεις | να καθίσεις | κάθισε | ||
γ' ενικ. | κάθισε | θα καθίσει | να καθίσει | |||
α' πληθ. | καθίσαμε | θα καθίσουμε | να καθίσουμε | |||
β' πληθ. | καθίσατε | θα καθίσετε | να καθίσετε | καθίστε | ||
γ' πληθ. | κάθισαν καθίσαν(ε) |
θα καθίσουν(ε) | να καθίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καθίσει | είχα καθίσει | θα έχω καθίσει | να έχω καθίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καθίσει | είχες καθίσει | θα έχεις καθίσει | να έχεις καθίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καθίσει | είχε καθίσει | θα έχει καθίσει | να έχει καθίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καθίσει | είχαμε καθίσει | θα έχουμε καθίσει | να έχουμε καθίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καθίσει | είχατε καθίσει | θα έχετε καθίσει | να έχετε καθίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καθίσει | είχαν καθίσει | θα έχουν καθίσει | να έχουν καθίσει |
|