Δείτε επίσης: κάθομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καθίζω < αρχαία ελληνική καθίζω < κατά + ἵζω

καθίζω

  1. τοποθετώ κάποιον σε κάθισμα
  2. (ναυτικός όρος) οδηγώ πλεούμενο να ακουμπήσει στον πυθμένα
  3. (λαϊκότροπο) κάθομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία