Ετυμολογία

επεξεργασία
ανακαθίζω < αρχαία ελληνική ἀνακαθίζω

ανακαθίζω (& ανακάθομαι)

  1. ανασηκώνω τον κορμό μου ενώ έχω απλωμένα, εκτεταμένα τα πόδια μου (π.χ. στο κρεβάτι), με τον κορμό ορθό στηριζόμενο σε μαξιλάρια ή στηριζόμενος στα χέρια μου
  2. είμαι ξαπλωμένος και χαλαρός αλλά κάτι με ξαφνιάζει και ανασηκώνομαι ελαφρά, σηκώνω τον κορμό μου
  3. κάθομαι αλλά επειδή κάτι με ξενίζει ή με αναστατώνει ανασηκώνομαι στιγμιαία από την καρέκλα μου και ξανακάθομαι


  Μεταφράσεις

επεξεργασία