sit up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | sit up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sits up |
αόριστος | sat up |
παθητική μετοχή | sat up |
ενεργητική μετοχή | sitting up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαsit up (en)
- (αμετάβατο) ανακάθομαι, ανασηκώνομαι
- ⮡ He sat up in bed and stretched.
- Ανακάθισε/Ανασκηκώθηκε στο κρεβάτι κι ανακλαδίστηκε.
- ⮡ He sat up in bed and stretched.
- (μεταβατικό) ανακαθίζω
- ⮡ I sat up the sick man in his bed./I sat the sick man up in his bed.
- Ανακάθισα τον άρρωστο στο κρεβάτι του.
- ⮡ I sat up the sick man in his bed./I sat the sick man up in his bed.