ενεστώτας sit up
γ΄ ενικό ενεστώτα sits up
αόριστος sat up
παθητική μετοχή sat up
ενεργητική μετοχή sitting up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sit up < → δείτε τις λέξεις sit και up

sit up (en)

  1. (αμετάβατο) ανακάθομαι, ανασηκώνομαι
    ⮡  He sat up in bed and stretched.
    Ανακάθισε/Ανασκηκώθηκε στο κρεβάτι κι ανακλαδίστηκε.
  2. (μεταβατικό) ανακαθίζω
    ⮡  I sat up the sick man in his bed./I sat the sick man up in his bed.
    Ανακάθισα τον άρρωστο στο κρεβάτι του.