Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανασηκώνομαι < παθητική φωνή του ανασηκώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ανασηκώνομαι

  1. (για άνθρωπο) σηκώνομαι ήπια ή λίγο προς τα πάνω (από την καρέκλα, τον καναπέ, το κρεβάτι), κάνω να σηκωθώ αλλά δεν σηκώνομαι τελείως, (μπορεί να ανασηκώσω μόνον το κορμό)
    Παλιότερα όταν έμπαιναν σε ένα δωμάτιο γυναίκες, οι άνδρες ανασηκώνονταν ελαφρά από τη θέση τους και ξανακάθονταν
    Ερχεται η κουμπάρα, μείνε στο κρεβάτι, απλά ανασηκώσου κάπως -δικός μας άνθρωπος είναι, δεν θα παρεξηγηθεί αφου είσαι αδιάθετος
  2. σηκώνομαι πάνω, ορθώνομαι, τεντώνομαι
    Οταν άκουσα ότι θα κόψουν κι άλλο τις συντάξεις ανασηκώθηκαν οι τρίχες των μαλλιών μου
  3. σηκώνομαι προς τα πάνω, τυλίγομαι προς τα πάνω
    ανασηκωμένα μανίκια, γιακάδες

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία