ανασηκώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανασηκώνομαι < παθητική φωνή του ανασηκώνω
Ρήμα
επεξεργασίαανασηκώνομαι
- (για άνθρωπο) σηκώνομαι ήπια ή λίγο προς τα πάνω (από την καρέκλα, τον καναπέ, το κρεβάτι), κάνω να σηκωθώ αλλά δεν σηκώνομαι τελείως, (μπορεί να ανασηκώσω μόνον το κορμό)
- Παλιότερα όταν έμπαιναν σε ένα δωμάτιο γυναίκες, οι άνδρες ανασηκώνονταν ελαφρά από τη θέση τους και ξανακάθονταν
- Ερχεται η κουμπάρα, μείνε στο κρεβάτι, απλά ανασηκώσου κάπως -δικός μας άνθρωπος είναι, δεν θα παρεξηγηθεί αφου είσαι αδιάθετος
- σηκώνομαι πάνω, ορθώνομαι, τεντώνομαι
- Οταν άκουσα ότι θα κόψουν κι άλλο τις συντάξεις ανασηκώθηκαν οι τρίχες των μαλλιών μου
- σηκώνομαι προς τα πάνω, τυλίγομαι προς τα πάνω
- ανασηκωμένα μανίκια, γιακάδες
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανασηκώνομαι | ανασηκωνόμουν(α) | θα ανασηκώνομαι | να ανασηκώνομαι | ||
β' ενικ. | ανασηκώνεσαι | ανασηκωνόσουν(α) | θα ανασηκώνεσαι | να ανασηκώνεσαι | (ανασηκώνου) | |
γ' ενικ. | ανασηκώνεται | ανασηκωνόταν(ε) | θα ανασηκώνεται | να ανασηκώνεται | ||
α' πληθ. | ανασηκωνόμαστε | ανασηκωνόμαστε ανασηκωνόμασταν |
θα ανασηκωνόμαστε | να ανασηκωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ανασηκώνεστε | ανασηκωνόσαστε ανασηκωνόσασταν |
θα ανασηκώνεστε | να ανασηκώνεστε | (ανασηκώνεστε) | |
γ' πληθ. | ανασηκώνονται | ανασηκώνονταν ανασηκωνόντουσαν |
θα ανασηκώνονται | να ανασηκώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανασηκώθηκα | θα ανασηκωθώ | να ανασηκωθώ | ανασηκωθεί | ||
β' ενικ. | ανασηκώθηκες | θα ανασηκωθείς | να ανασηκωθείς | ανασηκώσου | ||
γ' ενικ. | ανασηκώθηκε | θα ανασηκωθεί | να ανασηκωθεί | |||
α' πληθ. | ανασηκωθήκαμε | θα ανασηκωθούμε | να ανασηκωθούμε | |||
β' πληθ. | ανασηκωθήκατε | θα ανασηκωθείτε | να ανασηκωθείτε | ανασηκωθείτε | ||
γ' πληθ. | ανασηκώθηκαν ανασηκωθήκαν(ε) |
θα ανασηκωθούν(ε) | να ανασηκωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανασηκωθεί | είχα ανασηκωθεί | θα έχω ανασηκωθεί | να έχω ανασηκωθεί | ανασηκωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ανασηκωθεί | είχες ανασηκωθεί | θα έχεις ανασηκωθεί | να έχεις ανασηκωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανασηκωθεί | είχε ανασηκωθεί | θα έχει ανασηκωθεί | να έχει ανασηκωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανασηκωθεί | είχαμε ανασηκωθεί | θα έχουμε ανασηκωθεί | να έχουμε ανασηκωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανασηκωθεί | είχατε ανασηκωθεί | θα έχετε ανασηκωθεί | να έχετε ανασηκωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανασηκωθεί | είχαν ανασηκωθεί | θα έχουν ανασηκωθεί | να έχουν ανασηκωθεί |