ενεστώτας sit
γ΄ ενικό ενεστώτα sits
αόριστος sat
παθητική μετοχή sat
ενεργητική μετοχή sitting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

sit (en)

  1. (αμετάβατο) κάθομαι
    ⮡  We were sitting together at school./We sat together at school.
    Καθόμασταν μαζί στο σχολείο.
    ⮡  The child does not want to sit.
    Το παιδί δε θέλει να κάτσει.
    ⮡  Don’t sit there!
    Μην κάτσεις εκεί!
  2. (αμετάβατο) στρώνω, πέφτω, για ρούχα που βρίσκονται σε μια συγκεκριμένη θέση
    ⮡  The jacket sits well across your shoulders.
    Το σακάκι στρώνει καλά στους ώμους σου.
    ⮡  The jacket doesn’t sits well across the shoulders.
    Το σακάκι δεν πέφτει καλά στους ώμους.
     συνώνυμα: fit, → και δείτε τη λέξη hang

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία