Ετυμολογία

επεξεργασία
στρώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στρώνω < ελληνιστική κοινή στρωννύω < αρχαία ελληνική στρώννυμι

στρώνω, πρτ.: έστρωνα, στ.μέλλ.: θα στρώσω, αόρ.: έστρωσα, παθ.φωνή: στρώνομαι, π.αόρ.: στρώθηκα, μτχ.π.π.: στρωμένος

  1. απλώνω κάτι σε μια επιφάνεια καλύπτοντάς την
    ⮡  στρώνω το τραπεζομάντηλο, στρώνω το κρεβάτι
    ⮡  θα στρώσει την αυλή με πλάκες Καρύστου
    ⮡  χθες στρώθηκαν τα χαλιά στο πάτωμα επειδή έπισααν τα κρύα.
     αντώνυμα: ξεστρώνω, αποστρώνω
  2. έχω καλή εφαρμογή (για ρούχα, υφάσματα)
    ⮡  σου στρώνει ωραία αυτό το πουκάμισο
  3. (μεταφορικά) συμμορφώνω, κάνω κάποιον να φέρεται σωστά
    ⮡  δε θα κάνεις ό,τι θέλεις, θα σε στρώσω!
  4. (μεταφορικά) στρώνω κάποιον (στη δουλειά): αναγκάζω κάποιον να γίνει εργατικός και να αφοσιωθεί σ' αυτό που κάνει
    ⮡  στρώνω στη δουλειά, στρώνω στη μελέτη, στρώθηκε στο διάβασμα
  5. (μεταφορικά) γίνομαι καλύτερος, βελτιώνομαι
    ⮡  νέος είναι, θα στρώσει!
    ⮡  θέλεις να πάμε βόλτα, όταν στρώσει ο καιρός;

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

ζητούμενο λήμμα

Αντώνυμα

επεξεργασία