στρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στρώνω < ελληνιστική κοινή στρωννύω < αρχαία ελληνική στρώννυμι
Ρήμα
επεξεργασίαστρώνω, πρτ.: έστρωνα, στ.μέλλ.: θα στρώσω, αόρ.: έστρωσα, παθ.φωνή: στρώνομαι, π.αόρ.: στρώθηκα, μτχ.π.π.: στρωμένος
- απλώνω κάτι σε μια επιφάνεια καλύπτοντάς την
- έχω καλή εφαρμογή (για ρούχα, υφάσματα)
- ⮡ σου στρώνει ωραία αυτό το πουκάμισο
- (μεταφορικά) συμμορφώνω, κάνω κάποιον να φέρεται σωστά
- ⮡ δε θα κάνεις ό,τι θέλεις, θα σε στρώσω!
- (μεταφορικά) στρώνω κάποιον (στη δουλειά): αναγκάζω κάποιον να γίνει εργατικός και να αφοσιωθεί σ' αυτό που κάνει
- ⮡ στρώνω στη δουλειά, στρώνω στη μελέτη, στρώθηκε στο διάβασμα
- (μεταφορικά) γίνομαι καλύτερος, βελτιώνομαι
- ⮡ νέος είναι, θα στρώσει!
- ⮡ θέλεις να πάμε βόλτα, όταν στρώσει ο καιρός;
Εκφράσεις
επεξεργασία- στρώνω το δρόμο: προσφέρω κάτι έτοιμο σε κάποιον, προετοιμάζω κάτι για κάποιον
- τό 'στρωσε: το χιόνι κάλυψε το έδαφος
Συγγενικά
επεξεργασία- -στρωση
- -στρωτος
- ακατάστρωτος
- αλιθόστρωτος
- αμμοστρωμένος
- αμμόστρωτος
- αμμοχαλικόστρωτος
- ανθοστρωμένος
- ανθόστρωτος
- αξέστρωτος
- απαλόστρωτος
- αργυρόστρωτος
- αστρωσιά
- άστρωτα
- άστρωτος
- ασφαλτόστρωμα
- ασφαλτόστρωση
- ασφαλτοστρωτήρας
- ασφαλτόστρωτος
- αχυρόστρωμα
- αχυροστρωμένος
- διαστρωμάτωση
- διαστρωματώνω
- επίστρωμα
- επίστρωση
- κακοστρωμένος
- καλοστρωμένος
- καλόστρωτος
- κατάστρωμα
- κατάστρωση
- κλινοστρωμνή
- λιθόστρωτο
- λιθόστρωτος
- ξέστρωμα
- ξέστρωτος
- λιθόστρωση
- μαρμαρόστρωση
- οδόστρωμα
- οδόστρωση
- οδοστρωτήρας
- πισσόστρωση
- πλακόστρωση
- πλακόστρωτο
- πλακόστρωτος
- σκυρόστρωση
- στρώμα
- στρωματέξ
- στρωματίδιο
- στρωματικά
- στρωματικός
- στρωματογραφία
- στρωματογραφικά
- στρωματογραφικός
- στρωματσάδα
- στρωμάτωση
- στρωματώνω
- στρωμνή
- στρώση
- στρωσίδι
- στρώσιμο
- στρωτά
- στρωτός
- υπόστρωμα
- χαλικόστρωση
- χαλικόστρωτος
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στρώνω | έστρωνα | θα στρώνω | να στρώνω | στρώνοντας | |
β' ενικ. | στρώνεις | έστρωνες | θα στρώνεις | να στρώνεις | στρώνε | |
γ' ενικ. | στρώνει | έστρωνε | θα στρώνει | να στρώνει | ||
α' πληθ. | στρώνουμε | στρώναμε | θα στρώνουμε | να στρώνουμε | ||
β' πληθ. | στρώνετε | στρώνατε | θα στρώνετε | να στρώνετε | στρώνετε | |
γ' πληθ. | στρώνουν(ε) | έστρωναν στρώναν(ε) |
θα στρώνουν(ε) | να στρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έστρωσα | θα στρώσω | να στρώσω | στρώσει | ||
β' ενικ. | έστρωσες | θα στρώσεις | να στρώσεις | στρώσε | ||
γ' ενικ. | έστρωσε | θα στρώσει | να στρώσει | |||
α' πληθ. | στρώσαμε | θα στρώσουμε | να στρώσουμε | |||
β' πληθ. | στρώσατε | θα στρώσετε | να στρώσετε | στρώστε | ||
γ' πληθ. | έστρωσαν στρώσαν(ε) |
θα στρώσουν(ε) | να στρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στρώσει | είχα στρώσει | θα έχω στρώσει | να έχω στρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις στρώσει | είχες στρώσει | θα έχεις στρώσει | να έχεις στρώσει | έχε στρωμένο | |
γ' ενικ. | έχει στρώσει | είχε στρώσει | θα έχει στρώσει | να έχει στρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στρώσει | είχαμε στρώσει | θα έχουμε στρώσει | να έχουμε στρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε στρώσει | είχατε στρώσει | θα έχετε στρώσει | να έχετε στρώσει | έχετε στρωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν στρώσει | είχαν στρώσει | θα έχουν στρώσει | να έχουν στρώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) στρωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) στρωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) στρωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) στρωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στρώνομαι | στρωνόμουν(α) | θα στρώνομαι | να στρώνομαι | ||
β' ενικ. | στρώνεσαι | στρωνόσουν(α) | θα στρώνεσαι | να στρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | στρώνεται | στρωνόταν(ε) | θα στρώνεται | να στρώνεται | ||
α' πληθ. | στρωνόμαστε | στρωνόμαστε στρωνόμασταν |
θα στρωνόμαστε | να στρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | στρώνεστε | στρωνόσαστε στρωνόσασταν |
θα στρώνεστε | να στρώνεστε | (στρώνεστε) | |
γ' πληθ. | στρώνονται | στρώνονταν στρωνόντουσαν |
θα στρώνονται | να στρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στρώθηκα | θα στρωθώ | να στρωθώ | στρωθεί | ||
β' ενικ. | στρώθηκες | θα στρωθείς | να στρωθείς | στρώσου | ||
γ' ενικ. | στρώθηκε | θα στρωθεί | να στρωθεί | |||
α' πληθ. | στρωθήκαμε | θα στρωθούμε | να στρωθούμε | |||
β' πληθ. | στρωθήκατε | θα στρωθείτε | να στρωθείτε | στρωθείτε | ||
γ' πληθ. | στρώθηκαν στρωθήκαν(ε) |
θα στρωθούν(ε) | να στρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στρωθεί | είχα στρωθεί | θα έχω στρωθεί | να έχω στρωθεί | στρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις στρωθεί | είχες στρωθεί | θα έχεις στρωθεί | να έχεις στρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει στρωθεί | είχε στρωθεί | θα έχει στρωθεί | να έχει στρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στρωθεί | είχαμε στρωθεί | θα έχουμε στρωθεί | να έχουμε στρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε στρωθεί | είχατε στρωθεί | θα έχετε στρωθεί | να έχετε στρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στρωθεί | είχαν στρωθεί | θα έχουν στρωθεί | να έχουν στρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στρωμένος - είμαστε, είστε, είναι στρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στρωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμμορφώνω, κάνω κάποιον να φέρεται σωστά
στρώνω στη δουλειά
στρώνομαι στη δουλειά
γίνομαι καλύτερος, βελτιώνομαι
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια