Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλικόστρωση οι χαλικοστρώσεις
      γενική της χαλικόστρωσης των χαλικοστρώσεων
    αιτιατική τη χαλικόστρωση τις χαλικοστρώσεις
     κλητική χαλικόστρωση χαλικοστρώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλικόστρωση < (καθαρεύουσα) χαλικόστρωσις, χαλικοστρώ(νω) + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλικόστρωση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία