χαλικόστρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαλικόστρωμα ουδέτερο (δόκιμος ο ενικός)
- στρώμα ή στρώση από χαλίκι σε δρόμο ή αυλή ή παραλία
- Κάτω από το χαλικόστρωμα θα βρεις μόνο χώματα και κατσάβραχα
- η ενέργεια του χαλικοστρώνω, η επίστρωση με χαλίκι, το επιχαλίκωμα
- Άρχισε το χαλικόστρωμα του δρόμου
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- χαλίκωμα
- χαλίκωση (επιχαλίκωση επιφάνειας αλλά και νόσος
- χαλικοστρώνω
- ο χαλικόστρωτος, -η, -ο και χαλικοστρωμένος και χαλικωτός
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαλικόστρωμα