Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλικόστρωμα τα χαλικοστρώματα
      γενική του χαλικοστρώματος των χαλικοστρωμάτων
    αιτιατική το χαλικόστρωμα τα χαλικοστρώματα
     κλητική χαλικόστρωμα χαλικοστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλικόστρωμα < χαλίκι και στρώμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλικόστρωμα ουδέτερο (δόκιμος ο ενικός)

  1. στρώμα ή στρώση από χαλίκι σε δρόμο ή αυλή ή παραλία
    Κάτω από το χαλικόστρωμα θα βρεις μόνο χώματα και κατσάβραχα
  2. η ενέργεια του χαλικοστρώνω, η επίστρωση με χαλίκι, το επιχαλίκωμα
    Άρχισε το χαλικόστρωμα του δρόμου


Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία