λιθόστρωτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιθόστρωτο < ελληνιστική κοινή λιθόστρωτον < αρχαία ελληνική λιθόστρωτος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιθόστρωτο ουδέτερο
- δρόμος που τον έχουν λιθοστρώσει
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιθόστρωτο