Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vel.tiˈo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βελ‐τι‐ώ‐νο‐μαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βελτιώνομαι