βελτιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βελτιώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βελτι(ῶ) (βελτιόω) + -ώνω[1] < βέλτιστος, υπερθετικός βαθμός επιθέτων βέλτερος, βελτίων[2] (συγκριτικός βαθμός του επιθέτου ἀγαθός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vel.tiˈo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βελ‐τι‐ώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαβελτιώνω, αόρ.: βελτίωσα, παθ.φωνή: βελτιώνομαι, π.αόρ.: βελτιώθηκα, μτχ.π.π.: βελτιωμένος [3]
- κάνω (κάτι) καλύτερο
- ⮡ Για να πάρεις καλύτερο βαθμό, πρέπει να βελτιωθείς. Ιδίως στα μαθηματικά πρέπει να βελτιώσεις την απόδοσή σου.
Συνώνυμα
επεξεργασία- καλυτερεύω
- → δείτε και τη λέξη αναβαθμίζω
Αντώνυμα
επεξεργασία- επιδεινώνω, χειροτερεύω, κάνω χειρότερο
- υποβαθμίζω
- → δείτε και τη λέξη καταστρέφω
Συγγενικά
επεξεργασίαμε βελτιω-
- αβελτίωτος
- αυτοβελτίωση
- βελτίωμα
- βελτιωμένος
- βελτίωση & σύνθετα
- βελτιώσιμος
- βελτιωτής
- βελτιωτικός & σύνθετα
- εγγειοβελτίωση
- μικροβελτίωση
- Όροι με βελτιω- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
→ και δείτε τη λέξη βέλτιστος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βελτιώνω | βελτίωνα | θα βελτιώνω | να βελτιώνω | βελτιώνοντας | |
β' ενικ. | βελτιώνεις | βελτίωνες | θα βελτιώνεις | να βελτιώνεις | βελτίωνε | |
γ' ενικ. | βελτιώνει | βελτίωνε | θα βελτιώνει | να βελτιώνει | ||
α' πληθ. | βελτιώνουμε | βελτιώναμε | θα βελτιώνουμε | να βελτιώνουμε | ||
β' πληθ. | βελτιώνετε | βελτιώνατε | θα βελτιώνετε | να βελτιώνετε | βελτιώνετε | |
γ' πληθ. | βελτιώνουν(ε) | βελτίωναν βελτιώναν(ε) |
θα βελτιώνουν(ε) | να βελτιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βελτίωσα | θα βελτιώσω | να βελτιώσω | βελτιώσει | ||
β' ενικ. | βελτίωσες | θα βελτιώσεις | να βελτιώσεις | βελτίωσε | ||
γ' ενικ. | βελτίωσε | θα βελτιώσει | να βελτιώσει | |||
α' πληθ. | βελτιώσαμε | θα βελτιώσουμε | να βελτιώσουμε | |||
β' πληθ. | βελτιώσατε | θα βελτιώσετε | να βελτιώσετε | βελτιώστε | ||
γ' πληθ. | βελτίωσαν βελτιώσαν(ε) |
θα βελτιώσουν(ε) | να βελτιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βελτιώσει | είχα βελτιώσει | θα έχω βελτιώσει | να έχω βελτιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις βελτιώσει | είχες βελτιώσει | θα έχεις βελτιώσει | να έχεις βελτιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει βελτιώσει | είχε βελτιώσει | θα έχει βελτιώσει | να έχει βελτιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βελτιώσει | είχαμε βελτιώσει | θα έχουμε βελτιώσει | να έχουμε βελτιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε βελτιώσει | είχατε βελτιώσει | θα έχετε βελτιώσει | να έχετε βελτιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βελτιώσει | είχαν βελτιώσει | θα έχουν βελτιώσει | να έχουν βελτιώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βελτιώνομαι | βελτιωνόμουν(α) | θα βελτιώνομαι | να βελτιώνομαι | ||
β' ενικ. | βελτιώνεσαι | βελτιωνόσουν(α) | θα βελτιώνεσαι | να βελτιώνεσαι | ||
γ' ενικ. | βελτιώνεται | βελτιωνόταν(ε) | θα βελτιώνεται | να βελτιώνεται | ||
α' πληθ. | βελτιωνόμαστε | βελτιωνόμαστε βελτιωνόμασταν |
θα βελτιωνόμαστε | να βελτιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | βελτιώνεστε | βελτιωνόσαστε βελτιωνόσασταν |
θα βελτιώνεστε | να βελτιώνεστε | (βελτιώνεστε) | |
γ' πληθ. | βελτιώνονται | βελτιώνονταν βελτιωνόντουσαν |
θα βελτιώνονται | να βελτιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βελτιώθηκα | θα βελτιωθώ | να βελτιωθώ | βελτιωθεί | ||
β' ενικ. | βελτιώθηκες | θα βελτιωθείς | να βελτιωθείς | βελτιώσου | ||
γ' ενικ. | βελτιώθηκε | θα βελτιωθεί | να βελτιωθεί | |||
α' πληθ. | βελτιωθήκαμε | θα βελτιωθούμε | να βελτιωθούμε | |||
β' πληθ. | βελτιωθήκατε | θα βελτιωθείτε | να βελτιωθείτε | βελτιωθείτε | ||
γ' πληθ. | βελτιώθηκαν βελτιωθήκαν(ε) |
θα βελτιωθούν(ε) | να βελτιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βελτιωθεί | είχα βελτιωθεί | θα έχω βελτιωθεί | να έχω βελτιωθεί | βελτιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις βελτιωθεί | είχες βελτιωθεί | θα έχεις βελτιωθεί | να έχεις βελτιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει βελτιωθεί | είχε βελτιωθεί | θα έχει βελτιωθεί | να έχει βελτιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βελτιωθεί | είχαμε βελτιωθεί | θα έχουμε βελτιωθεί | να έχουμε βελτιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε βελτιωθεί | είχατε βελτιωθεί | θα έχετε βελτιωθεί | να έχετε βελτιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βελτιωθεί | είχαν βελτιωθεί | θα έχουν βελτιωθεί | να έχουν βελτιωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι βελτιωμένος - είμαστε, είστε, είναι βελτιωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν βελτιωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν βελτιωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι βελτιωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι βελτιωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι βελτιωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι βελτιωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία βελτιώνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βελτιώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ s.v. βέλτιστος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ βελτιώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)