επιδεινώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.ðiˈno.no/
Ρήμα
επεξεργασίαεπιδεινώνω, αόρ.: επιδείνωσα, παθ.φωνή: επιδεινώνομαι, π.αόρ.: επιδεινώθηκα, μτχ.π.π.: επιδεινωμένος
- χειροτερεύω μία κατάσταση (υγείας, οικονομίας, σχέσεων, καιρού)
- επιδεινώνονται οι σχέσεις των δύο κρατών
- Θα επιδεινωθεί κι άλλο ο καιρός, να δούμε με τι θα ζεσταθούμε φέτος
- η υγεία του επιδεινώθηκε επειδή άρπαξε μέσα στο νοσοκομείο και μια ενδονοσoκομειακή λοίμωξη
Σημειώσεις
επεξεργασία- Συνήθως, με υποκείμενο αφηρημένα ουσιαστικά στο γ' πρόσωπο.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιδεινώνω | επιδείνωνα | θα επιδεινώνω | να επιδεινώνω | επιδεινώνοντας | |
β' ενικ. | επιδεινώνεις | επιδείνωνες | θα επιδεινώνεις | να επιδεινώνεις | επιδείνωνε | |
γ' ενικ. | επιδεινώνει | επιδείνωνε | θα επιδεινώνει | να επιδεινώνει | ||
α' πληθ. | επιδεινώνουμε | επιδεινώναμε | θα επιδεινώνουμε | να επιδεινώνουμε | ||
β' πληθ. | επιδεινώνετε | επιδεινώνατε | θα επιδεινώνετε | να επιδεινώνετε | επιδεινώνετε | |
γ' πληθ. | επιδεινώνουν(ε) | επιδείνωναν επιδεινώναν(ε) |
θα επιδεινώνουν(ε) | να επιδεινώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιδείνωσα | θα επιδεινώσω | να επιδεινώσω | επιδεινώσει | ||
β' ενικ. | επιδείνωσες | θα επιδεινώσεις | να επιδεινώσεις | επιδείνωσε | ||
γ' ενικ. | επιδείνωσε | θα επιδεινώσει | να επιδεινώσει | |||
α' πληθ. | επιδεινώσαμε | θα επιδεινώσουμε | να επιδεινώσουμε | |||
β' πληθ. | επιδεινώσατε | θα επιδεινώσετε | να επιδεινώσετε | επιδεινώστε | ||
γ' πληθ. | επιδείνωσαν επιδεινώσαν(ε) |
θα επιδεινώσουν(ε) | να επιδεινώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιδεινώσει | είχα επιδεινώσει | θα έχω επιδεινώσει | να έχω επιδεινώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιδεινώσει | είχες επιδεινώσει | θα έχεις επιδεινώσει | να έχεις επιδεινώσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιδεινώσει | είχε επιδεινώσει | θα έχει επιδεινώσει | να έχει επιδεινώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιδεινώσει | είχαμε επιδεινώσει | θα έχουμε επιδεινώσει | να έχουμε επιδεινώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιδεινώσει | είχατε επιδεινώσει | θα έχετε επιδεινώσει | να έχετε επιδεινώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιδεινώσει | είχαν επιδεινώσει | θα έχουν επιδεινώσει | να έχουν επιδεινώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιδεινώνομαι | επιδεινωνόμουν(α) | θα επιδεινώνομαι | να επιδεινώνομαι | ||
β' ενικ. | επιδεινώνεσαι | επιδεινωνόσουν(α) | θα επιδεινώνεσαι | να επιδεινώνεσαι | ||
γ' ενικ. | επιδεινώνεται | επιδεινωνόταν(ε) | θα επιδεινώνεται | να επιδεινώνεται | ||
α' πληθ. | επιδεινωνόμαστε | επιδεινωνόμαστε επιδεινωνόμασταν |
θα επιδεινωνόμαστε | να επιδεινωνόμαστε | ||
β' πληθ. | επιδεινώνεστε | επιδεινωνόσαστε επιδεινωνόσασταν |
θα επιδεινώνεστε | να επιδεινώνεστε | (επιδεινώνεστε) | |
γ' πληθ. | επιδεινώνονται | επιδεινώνονταν επιδεινωνόντουσαν |
θα επιδεινώνονται | να επιδεινώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιδεινώθηκα | θα επιδεινωθώ | να επιδεινωθώ | επιδεινωθεί | ||
β' ενικ. | επιδεινώθηκες | θα επιδεινωθείς | να επιδεινωθείς | επιδεινώσου | ||
γ' ενικ. | επιδεινώθηκε | θα επιδεινωθεί | να επιδεινωθεί | |||
α' πληθ. | επιδεινωθήκαμε | θα επιδεινωθούμε | να επιδεινωθούμε | |||
β' πληθ. | επιδεινωθήκατε | θα επιδεινωθείτε | να επιδεινωθείτε | επιδεινωθείτε | ||
γ' πληθ. | επιδεινώθηκαν επιδεινωθήκαν(ε) |
θα επιδεινωθούν(ε) | να επιδεινωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επιδεινωθεί | είχα επιδεινωθεί | θα έχω επιδεινωθεί | να έχω επιδεινωθεί | επιδεινωμένος | |
β' ενικ. | έχεις επιδεινωθεί | είχες επιδεινωθεί | θα έχεις επιδεινωθεί | να έχεις επιδεινωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιδεινωθεί | είχε επιδεινωθεί | θα έχει επιδεινωθεί | να έχει επιδεινωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιδεινωθεί | είχαμε επιδεινωθεί | θα έχουμε επιδεινωθεί | να έχουμε επιδεινωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιδεινωθεί | είχατε επιδεινωθεί | θα έχετε επιδεινωθεί | να έχετε επιδεινωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιδεινωθεί | είχαν επιδεινωθεί | θα έχουν επιδεινωθεί | να έχουν επιδεινωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επιδεινωμένος - είμαστε, είστε, είναι επιδεινωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επιδεινωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επιδεινωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επιδεινωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επιδεινωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επιδεινωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επιδεινωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιδεινώνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επιδεινώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας