↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιδεινωμένος η επιδεινωμένη το επιδεινωμένο
      γενική του επιδεινωμένου της επιδεινωμένης του επιδεινωμένου
    αιτιατική τον επιδεινωμένο την επιδεινωμένη το επιδεινωμένο
     κλητική επιδεινωμένε επιδεινωμένη επιδεινωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιδεινωμένοι οι επιδεινωμένες τα επιδεινωμένα
      γενική των επιδεινωμένων των επιδεινωμένων των επιδεινωμένων
    αιτιατική τους επιδεινωμένους τις επιδεινωμένες τα επιδεινωμένα
     κλητική επιδεινωμένοι επιδεινωμένες επιδεινωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιδεινωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιδεινώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.ði.noˈme.nos/

επιδεινωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία