επιδεινούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδεινούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα επιδεινώνω
Μετοχή επεξεργασία
επιδεινούμενος, -η, -ο
- που επιδεινώνεται, που γίνεται όλο και πιο οδυνηρός, που χειροτερεύει
- Η επιδεινούμενη κεφαλαλγία μετά από τραυματισμό σε συνδυασμό με τάσεις για εμετό αποτελούν ένδειξη για εισαγωγή σε νοσοκομείο
- Η επιδεινούμενη οικονομική κρίση
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιδεινούμενος