↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιδεινούμενος η επιδεινούμενη το επιδεινούμενο
      γενική του επιδεινούμενου της επιδεινούμενης του επιδεινούμενου
    αιτιατική τον επιδεινούμενο την επιδεινούμενη το επιδεινούμενο
     κλητική επιδεινούμενε επιδεινούμενη επιδεινούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιδεινούμενοι οι επιδεινούμενες τα επιδεινούμενα
      γενική των επιδεινούμενων των επιδεινούμενων των επιδεινούμενων
    αιτιατική τους επιδεινούμενους τις επιδεινούμενες τα επιδεινούμενα
     κλητική επιδεινούμενοι επιδεινούμενες επιδεινούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιδεινούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα επιδεινώνω

επιδεινούμενος, -η, -ο

  1. που επιδεινώνεται, που γίνεται όλο και πιο οδυνηρός, που χειροτερεύει
    Η επιδεινούμενη κεφαλαλγία μετά από τραυματισμό σε συνδυασμό με τάσεις για εμετό αποτελούν ένδειξη για εισαγωγή σε νοσοκομείο
    Η επιδεινούμενη οικονομική κρίση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία