aggravating
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | aggravating |
συγκριτικός | more aggravating |
υπερθετικός | most aggravating |
aggravating (en)
- επιβαρυντικός, που χειροτερεύει μια ασθένεια ή μια δυσάρεστη κατάσταση
- ⮡ aggravating circumstances - επιβαρυντικές περιστάσεις
- (ανεπίσημο) ενοχλητικός
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαaggravating (en)