Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός aggravating
συγκριτικός more aggravating
υπερθετικός most aggravating

aggravating (en)

  1. επιβαρυντικός, που χειροτερεύει μια ασθένεια ή μια δυσάρεστη κατάσταση
    ⮡  aggravating circumstances - επιβαρυντικές περιστάσεις
  2. (ανεπίσημο) ενοχλητικός
    ⮡  How aggravating are the flies!
    Πόσο ενοχλητικές είναι οι μύγες!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη annoying

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

aggravating (en)