annoying
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | annoying |
συγκριτικός | more annoying |
υπερθετικός | most annoying |
annoying (en)
- ενοχλητικός
- ⮡ annoying interruptions - ενοχλητικές διακοπές
Συγγενικά
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαannoying (en)