obnoxious
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- obnoxious < λατινική obnoxiosus
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
obnoxious (en)
- ενοχλητικός, βλαβερός, δυσάρεστος, απαράδεκτος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unpleasant