απαράδεκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απαράδεκτος < α- στερητικό + παραδεκτός < παραδέχομαι (παρά + δέχομαι) + -ός
Επίθετο
επεξεργασία
απαράδεκτος, -η, -ο και απαράδεχτος
- που δεν μπορεί να γίνει παραδεκτός
Συγγενικά
επεξεργασία- απαράδεκτα και απαράδεχτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απαράδεκτος